FBbox/https://www.facebook.com/KarditsiotikaMaslatia
Αν σας αρέσουν οι αναρτήσεις , ακολουθήστε στο facebook

 

Πατήστε 👉 Γυρίστε. στην Αρχική σελίδα

Αρχαίες λέξεις στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα



(Της Ευαγγελία Δημουλά)

Είτε καραγκούνικα είναι, είτε χασιώτικα, είτε αγραφιώτικα , είτε τρικαλινά, είτε καρδιτσιώτικα, είτε λαρισαϊκά είναι όλα θεσσαλικά γλωσσικά ιδιώματα και ανήκουν στις βόρειες ελληνικές διαλέκτους Αιολική και Δωρική.

Έτσι τα άτονα ω, ο μετατρέπονται σε ου ή η,  προυί, χουράφι, Γιώργους, Τόλιους κ.λ.π.. Το άτονο ε μετατρέπεται σε ι. Τα άτονα ου,ι, η, ει, υ περικόπτονται και συχνά στη θέση τους μπαίνει μπ, μουλάρι - μπ΄λάρ΄.

Ο προφορικός λόγος για να γίνει σύντομος και περιεκτικός περικόπτει τις λέξεις, τις συντομεύει. Συχνά το κ προφέρεται γκ, κύλησε – γκύ’λσι, το δ ντ, δρασκελώ – ντρασκ’λώ. Το δ μετατρέπεται σε θ, δικό μ’ - θκόμ’,  το π σε μπ πηγάδι – μπ’γιάδ’, το χ σε κ σχόλασε – σκόλασι, το σ σε ζ, συμπέθερε, σ΄μπέθερε, ζ’μπέθιρι .

  Υπάρχει ανάπτυξη φωνηέντου α στην αρχή λέξεων, γρήγορα – αγλήγορα. Ανάπτυξη συμφώνου στην αρχή των λέξεων ουρά – νουρά. Το β γίνεται γ , βλέπω – γλέπω. Στα ρήματα υπάρχει ανάπτυξη του ε και  διπλός τόνος φάγαμε – έφαγάμι.

Χαρακτηριστικό του τοπικού ιδιώματος είναι ότι δεν υπάρχει το αρσενικό άρθρο ο  - ο άνθρουπος ή ου άνθρουπους  - αλλά η άνθρουπους και είναι το ίδιο και για τα αρσενικά και για τα θηλυκά . Αυτό είναι αρχαιότατο ιδίωμα γιατί εξισώθηκε η ονομαστική ενικού του αρσενικού άρθρου ο – ο άνδρας -  με το θηλυκό η -  η άντρας, η ΄Γιώρ’ς κ.λ.π..  Όπως αργότερα εξισώθηκε το αι  της ονομαστικής  του πληθυντικού του θηλυκού με το αρσενικό οι και τώρα λέμε οι άνδρες -  οι γυναίκες και όχι αι γυναίκες.

Η αλλαγή των φωνηέντων, η περικοπή των λέξεων και ανάπτυξη πρόσθετων συμφώνων κάνει την αναγνώριση των λέξεων και την ετυμολογία τους δύσκολη και πολλές φορές λανθασμένα θεωρούνται λέξεις ξένες με την ελληνική γλώσσα. Η προσεχτική όμως μελέτη δείχνει  ότι η όποια επιρροή από άλλες γλώσσες υπάρχει μα δεν είναι ικανή να αλλοιώσει το βασικό κορμό του λεξιλογίου των τοπικών γλωσσικών ιδιωμάτων και ότι τα τοπικά γλωσσικά ιδιώματα διατήρησαν λέξεις αρχαιότατες.

Ιδού τα παραδείγματα:

·         Αστρέχα: Από το άστραχος, το όστρακο.

·          Αγάλια – αγάλια ( και παγάλια): Σιγά – σιγά, αργά, προσεχτικά: Από το επίθετο γαληνός, ήρεμος, γαλήνιος με το πρόθεμα α,  αγαληνός, αγάληνα, αγάλι, αγάλια.

·         Αγγειό:  Δοχείο: Από το αγγείο, το δοχείο.

·         Αγκωνάρι:  Η πέτρα που χρησιμοποιείται στις γωνίες των τοίχων. Από το αγκών, αγκώνας. Αγκών: Προέρχεται από το αιχμή ων, είναι στην αιχμή, στη μύτη , στη γωνία. Από το αιχμή ων έγινε αγκών, αγκωνάριον, αγκωνάρι.

·         Αγνάντια: Από το ενάντια, εναντίον: Ενάντια, τα ενάντια, αγνάντια

·         Αγουρίδα: Από το στερητικό ά + ώρα, πριν την ώρα του. Ά ωρον, άγουρον, αγουρίς, αγουρίδα.

·         Αγροικάω: Καταλαβαίνω.  Από το γροικώ με το πρόθεμα α, αγροικώ.

·         Αγώι: Από το άγω , οδηγώ, πηγαίνω. Άγω, αγώγιον, αγώι.

·         Αδοκιούμι: Λέγεται με διάφορες σημασίες αλλά στα μέρη μας λεγόταν με τη σημασία του ενθυμούμαι. Από το δοκέω - ώ, δοκούμαι, σκέφτομαι, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω.

·         Αδράχτι: Από το άτρακτος. Η μικρή άτρακτος ήταν ατράκτιον, κατόπιν αδράκτιον και από το αδράκτιον έγινε το αδράχτι.

·         Άει, χάει: Βρε άει χάσου! Άει από δω … Το άει είναι προστακτική του άγω, άγε. Άγε πήγαινε, φύγε από δω. 

·         Άλτσους: Αλυσίδα. Από το άλυσος.

Αναδριμώθκα:  Ξεσηκώθηκα. Από το ανα – δριμώνω, ανα δριμώθηκα, αναδριμώθκα.

Ανάτσαλος: Άσχημος, βρώμικος. Από το άτσαλος, ακατάστατος. Ανα – άτσαλος, ανάτσαλος. Ατσαλιά ήταν η ακαταστασία.

Ανάρια: Αραιά. Προέρχεται από το αραιός. Mε το στερητικό αν, αν αραιός, ανάριος.

·         Αντραλίζομαι: Ζαλίζομαι. Από το τραλίζω, παραπατώ. Ανα τραλίζομαι, αντραλίζομαι.

·         Απολο’ιούμαι:  Απολογούμαι: Απαντώ σε κάλεσμα. Από το από και λόγος. Από λόγος, απόλογος, απολογούμαι, απολο’ιούμαι.

·         Αρζάρι: Φυτό του οποίου τη ρίζα χρησιμοποιούσαν για να βάφουν κόκκινο χρώμα. Από το Ριζάριον με αναγραμματισμό και περικοπή του – ι. Ρ (ι)ζ (α) ριον – Αρζάρι.

« Ριζάριον ονομάζεται κατ’ εξοχών το Ερυθρόδανον διά τη χρήσιν της ρίζης του εις την βαφήν ερυθρών …»Αδ. Κοραή : Τα Άτακτα, σελ. 476.

·         Ασκαίνουμι: Σικχαίνω – Σικχαίνομαι. Μα το πρόθεμα α και περικοπή του άτονου σι, (σι) κχαίνομαι, ασκαίνουμι.

·         Αρμέγω: Από το αλμέγω.

·         Αρταίνουμι: Από το αρτύω, ετοιμάζω.

·         Αστόησα και ξαστόχσα: Στόχος, στοχεύω με το στερητικό α, αστοχεύω, φεύγω από το στόχο.  Ξαστοχάω, ξεφεύγω από το στόχο  μου, ξεχνάω.

·         Αφκριόμι: Αφουγγράζομαι. Από το επ΄ακροώμαι.

·         Βάζου: Βάζει το ποτάμι …   Προέρχεται από το βοώ, βουίζω, βάζω … Αναφέρεται σε βαθύ, δυνατό, βαρύ και απόμακρο ήχο.

·         Γούρνα: Από το γρώνα, που ήταν το θηλυκό γουρούνι, η γουρούνα.

·         Γραίνου:  Γραίνω τα μαλλιά. Το ξύσιμο, ξέμπλεγμα του μαλλιού, κυρίως του πρόβατου, ώστε να ετοιμαστεί για λανάρισμα και μετά για γνέσιμο. Προέρχεται από το γράω  κι αυτό από το χράω , ξύνω.

·         Γκίλσα : Κύλησα.

·         Ζ’γούρ’: Δίχρονο αρνί. Από το ζυγός.

·         Ζούρα: Το κατακάθι, το υπόλοιπο, το άχρηστο από μία παραγωγή... Από το σειρόω – στραγγίζω - σουρώνω, σούρα, ζούρα.

·         Θαραπαύκα: Θεραπεύτηκα.

·         Θημωνιά: Από την Ομηρική λέξη θημών – θημώνος.

·         Ιδιάζω – ίδιασμα: Εργασία κατά την οποία τακτοποιούνταν το στημόνι ώστε να  βγει το υφαντό σωστό στο φάρδος αλλά και στο μήκος. Μετρούσαν τις κλωστές , τις άνοιγαν και τις τύλιγαν στο αντί. Προέρχεται από το ίδιον.

·         Καγκανένας: Καν κανένας.

·         Κακαρώνω:  Τα κακάρωσε απ’ την πείνα … Προέρχεται από το καρώ σήμαινε πέφτω σε λήθαργο. Από το καρώ έγινε το καρώνω και με αναδίπλωση της πρώτης συλλαβής έγινε κα  - καρώνω .

·         Κακκάβι: Από το η κάκκαβος ή κακκάβη έγινε το κακκάβιον που εξελίχτηκε σε κακκάβι.

·         Κανίστρα: Από το  κάνιστρον.

·         Καντίποτα: Τίποτα δηλαδή. Από το καν και τίποτα.

·         Κινταβρώθ΄κα: Ξάπλωσα. Εκεί (δα) εβρέθηκα.

·         Κλειδοπίνακο: Κλεις ήταν το κλειδί. Το μικρό κλειδί ήταν κλειδίον. Πινάκιον το πιάτο. Κλειδίον – πινάκιον, κλειδοπίνακο,  το κλειδωμένο, το κλειστό πινάκιο.

·         Κλούτσα, γκλίτσα: Από το αγκυλίτσα που είναι υποκοριστικό του αγκύλος. Αγκύλος: Αυτός που έχει αγκύλη. Αγκύλος, αγκυλίτσα, αγκλίτσα, γκλίτσα, κλούτσα.

·         Κουτ’κας: Κούτικας, το πίσω μέρος του κεφαλιού, το ινιακό οστό. Από το κόττικας που ήταν η περικεφαλαία κι αυτό από το κοττίς, το κεφάλι.

·         Κούτρα: Το έχει η κούτρα σου να κατεβάζει ψείρες… Κούτρα είναι το μέτωπο αλλά και λόφοι, μικροί και στρογγυλοί. Απάν σ΄ εκείνη την κούτρα θα φτιάξουμε τη στρούγκα … Προέρχεται από τη λέξη κύτος που ήταν η κοιλότης, η καμπύλη.

·         Κούτσουρου: Από το κόψουρον, οτιδήποτε έχει κομμένη την ουρά. Κόπτω + ουρον, κόψουρον, κούτσουρον.

·         Κρούνα: Κουρούνα. Από το κορώνη.

·         Λαήνι: Και λαήνα, πήλινο δοχείο για νερό . Από το λάγυνος ή λάγηνος, λαγύνιον, λαγήνι.

·         Λαβίζω: Μαλώνω. Λαβράζει: λάβρος γίνεται ( Ησύχιος). Λαβ(ρ)ίζω, λαβίζω.

·         Λαλάω: Από τις πρώτες λέξεις που έγιναν, συνεπώς από τις πιο αρχαίες και που έμειναν ίδιες. Λα,λα, λω, λαλώ: Φωνάζω, λέω. Βέβαια τώρα έχει τη σημασία του φωνάζω, βγάζω φωνή χωρίς σημασία, χωρίς νόημα. Ο κόκορας λαλεί, ο άνθρωπος φωνάζει. Λεγόταν χαρακτηριστικά στο άρμεγμα … να λαλήσει τα γίδια κάποιος  σήμαινε να φωνάξει να τα γίδια περάσουν να αρμεχτούν και τούτο γιατί δε χρειαζόταν κάποια ιδιαίτερη ομιλία τα γίδα αλλά απλές φωνές.

·         Λιχνάω, λιχνίζω: Από την Ομηρική λέξη  λικμάω , λιχνίζω (ἀνδρῶν λικμώντων ὡς δ' ἄνεμος ἄχνας φορέει ἱερὰς κατ' ἀλωὰς ἀνδρῶν λικμώντων καθαροῦμεν τὸν σῖτον λικμῶντες … Ομήρου Ηλιάδα). Λικμητήρ ήταν ο λιχνιστής.

·         Μούρνους: Ο πολύ σκούρος. Από το μόρινος που ήταν το πολύ σκούρο κόκκινο χρώμα.

·         Μπάκακας:  Από το βάβαξ – βάβακος, ( Ησύχιος) με μετατροπή του β σε μπ, μπάμπακας και κατόπιν μπάκακας.

·         Νιβατό: Ανεβατό.

·         Ντουρλάπι : Η δυνατή βροχή, η καταιγίδα. Δεν είναι βέβαιον αλλά μάλλον είναι υδρολαίλαψ.

·         Νουγάου: Καταλαβαίνω. Από το νοώ, καταλαβαίνω

·         Ξαμώνω. Πού ξάμωσες; Προς τα πού πήγες δηλαδή. Το ξαμώνω είναι ή από το εξ – αμύνω ή από το εξ ΄ώμου.

·         Ξαργού: Έκανες κάτι ξαργού, επίτηδες δηλαδή. Το ξαργού είναι εξ΄έργου.

·         Ξιμπλέτσουτους: Ο γυμνός. Από το  ξε εν πίμπλημι. Πίμπλημι ( και πίμπλαμαι) σημαίνει πληρούμαι, γεμίζομαι. Ξε εν πίπλημι ξεγεμίζομαι, ξεγιμνώνομαι.

·         Ξυστρί:  Από το ξύστρον. Ξύστρον, ξυστρίον, ξυστρί.

·         Οβορός: Οβός και όριον. Τόπος κτηνοτροφικός με όρια.

·         Όργους: Από το έργον.

·         Όρσε: Οι γυναίκες ποτέ δεν απαντούσαν σε κάλεσμα με το ναι ή εεε, θεωρούνταν αγένεια. Απαντούσαν πάντοτε με το όρσε. Αντιθέτως οι άντρες δεν το χρησιμοποιούσαν. Το όρσε είναι προστακτική του ορίζω, όρισε.

·         Παννυχίδα: Από το παννυχίς, παν + νυξ, (παν+ νύχτα: όλη τη νύχτα). Η παννυχίς ήταν ακριβώς ότι είναι η παννυχίδα. Στάρι βρασμένο στο οποίο  πρόσθεταν ξηρούς καρπούς, σύκα, σταφίδες ή και μέλι. Χρησιμοποιούσαν την παννυχίδα σε εορταστικές ολονυχτίες  - γι΄ αυτό και παννυχίς -  κυρίως προς τιμήν της θεάς Δήμητρας η οποία δίδαξε στους ανθρώπους την καλλιέργεια του σιταριού.

·         Παχνί: Από το πάθνη, που ήταν το παχνί. Με μεταβολή του θ σε χ έγινε παχνίον, παχνί.

·         Πιδούκλ’: Σχοινί με το οποίο έδεναν τα μπροστινά πόδια των ζώων για να μην απομακρύνονται. Πιδίκλουσα τα μπλάρια … Το πιδίκλωμα ήταν αρχαιότατη μέθοδος για να μη φεύγουν τα ζώα. Ο Ποσειδώνας πιδίκλωνε τα άλογά του με χρυσά πιδούκλια.

« Αμφί δε ποσσί πέδας έβαλε χρυσείας …» Όμηρος Ν 36.

Το πιδούκλι προήλθε από το πέδη. Πέδη, πέδικλον, πεδούκλιον, πιδούκλ’.

·         Π’λαλάω: Τρέχω.  Από τον αόριστο του επιλαλώ, επι – λαλέω – ώ, μιλώ γρήγορα και κατ΄επέκταση πηγαίνω γρήγορα, τρέχω.

·         Π’νακουτό: Από το πίναξ. Πινάκιον ήταν ο μικρός πίνακας. Πινάκιον, πινακωτή, πινακωτό, π’ νακουτό.

·         Πλουκάρι: Ένα πλουκάρι μαλλί έχεις! Λέγεται για όσους έχουν μπόλικα μαλλιά. Το π( λ)ουκάρι προέρχεται από το πόκος που ήταν όσο μαλλί είχε ένα πρόβατο. Όταν κούρευαν τα πρόβατα τύλιγαν το μαλλί του κάθε πρόβατου σε στρογγυλό πάκο, σαν κουβάρι. Ο πάκος αυτός ήταν ο πόκος. Μάλιστα πουλούσαν τα μαλλιά με τους πόκους. Ο πόκος έγινε ποκάριον και μετά π(λ)ουκάρι.

·         Πουριά: Το άνοιγμα, η πόρτα του μαντριού. Από το πόρος, το πέρασμα.

·         Προσαμμώνω: Από το προσαμμώ,  προς + άμμος, γεμίζω κάτι με άμμο ή χώμα.

·         Προυστλιάζου: Βοηθώ ένα αρνάκι ή κατσικάκι να φάει. Από το  προς -  θηλιάζω.  Προς + θηλή, προθηλιάζω , προστλιάζω.

·         Πυροστιά: Πυρά + εστία, πυροστιά. Το τρίποδο πάνω στο οποίο ακουμπούσαν την κατσαρόλα ή το τηγάνι να γίνει το φαγητό. Πυροστάτης ήταν στην αρχή. Όταν έλεγαν πυροστιά εννοούσαν τη φωτιά στην εστία. To τρίποδo ήταν πυροστάτης. Πυρα – ίσταμαι, στέκονταν στη φωτιά. Η πυροστιά ως τρίποδο είναι εξέλιξη του Λάσανου που ήταν χύτρα με τρία πόδια όπου μαγείρευαν. Κατόπιν διαχωρίστηκαν τα πόδια από τη χύτρα και έγινε η πυροστιά ή σιδεροστιά. « …το λάσανον εσήμαινε, κυρίως, χύτραν τρίποδα, ήγουν χύτραν έχουσαν προσκολλημένους τρεις πόδας, έπειτα εξηπλώθη η σημασία και εις το σιδήρινον σκεύος τρίποδον, χωριστόν, επί του οποίου τίθεται χύτρα εις έψησιν ή τηγάνιον εις φρύξιν και τούτο σημαίνει σήμερον εις ημάς το σύνθετον πυρωστιά ή σιδεροστιά …» Αδ. Κοραής: Άτακτα, τ.4, σελ. 471.

Σ΄νάζου: Σεινάζω. Από το σείω, τιννάσω.

·         Σάισμα: Το στρώμα από γίδινο μαλλί. Από το σάγμα , που ήταν το κάλυμμα της ασπίδας και κατ΄ επέκταση το σκέπασμα. Επίσαγμα ήταν  σκέπασμα για το σαμάρι. Σάγμα, σάγισμα, σάισμα. Από την ίδια λέξη σάγμα προέρχεται και το σαμάρι.

·         Σαλαγάω: Σαλάγατα, σαλάγατα τα γίδια και τα πρόβατα! Σαλαγάω από το σάλος και το άγω. Σάλος ήταν ο θόρυβος και άγω το οδηγώ. Συνεπώς σαλαγάω, κάνω φασαρία και οδηγώ το κοπάδι.

·         Σιαούλι: Σιαγών, σιαγώνιον, σιαούλιον, σιαούλι.

·         Σάματις: Μήμως. Από το ως και άματι ( άμα+ ότι), ως άματι, περικόπηκε το ω και έγινε σάματις.

·         Ζ΄γώνου, Σ’μώνω - σιμώνω: Πλησιάζω. Και σιμά, κοντά. Από το σιμός, που ήταν ο κοντός, έγινε το σιμόω, πλησιάζω. Κατόπιν από το σιμόω έγιναν το σιμά και σιμώνω. “ … τω το μεν την κεφαλήν μείζω έχει και μακροτέραν τη δε θήλειαν μικρά και σιμοτέραν …» Αριστοτέλης: Των περί των ζώων Ιστοριών, 11, 2.  

·         Σιουράου: Σφυρίζω. Από το σύριγξ, σφρυρίχτρα. Σύριγξ, συρίζω , σιουράω.

·         Σκαπιτάω: Γέρνω, κρύβομαι πίσω απ’ τη ράχη, απ’ το βουνό. Κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από τη λέξη σκάπετος που σήμαινε τάφρος, άνοιγμα.

·         Σκάρος: Το νυχτερινό βόσκημα των κοπαδιών. Από το σκαίρω, χοροπηδώ αλλά και διασκορπίζομαι. Σκορπούν  τα κοπάδια να βοσκήσουν.

·         Σκουτί: Μάλλινο υφαντό ρούχο. Από το σκύτος, σκυτίον, σκουτί.

·         Ζντρουβόλι: Τρίβαλον το χερσαίον. Τριβόλιον, τριβόλι, ζ ντρουβόλι.

·         Συνιρίζουμι:  Συνερίζομαι, συν και ερίζω, συνερίζω, συνερίζομαι.

·         Στρέγω, έστρεξα:Συμφωνώ, συμβιβάζομαι, αντέχω. Από το αρχαιότατο στέργω: αγαπώ, αντέχω, υπομένω. Στέργω με αναγραμματισμό στρέγω.         « Στέργε μεν τα παρόντα, ζήτει δε τα βέλτιστα»: Ισοκράτης.

·         Τζάλαβος: Από το τσάλαχος, ο ακατάστατος. Το τσάλαχος προέρχεται από το άτσαλος.

·         Τσάκι: Δισάκι, δις + σάκος.

·         Ταννιόμι:  Τεντώνομαι. Από το τάννυμι,  τεντώνομαι.

·         Ταχιά: Αύριο. Από το ταχύς.

·         Τηράω: Λέγεται με τον πιο επίσημο τρόπο … Στους όρκους … ορκίζομαι να τηρώ το Σύνταγμα και τους νόμους. Σε συμβόλαια … δεν τηρήθηκαν οι όροι του συμβολαίου. Σε σύνθετες λέξεις, παρατηρώ, αλλά στον καθημερινό λόγο δεν χρησιμοποιείται πια . Κι όμως είναι αρχαιότατη λέξη, από το  τη  και ορώ, τηρώ,  παρατηρώ.  Υπήρχαν οι τηροί που ήταν οι φρουροί.

·         Τλούπα:Τουλούπα. Από το τολύπη. «… τολύπαι, το κατασκευαστόν έριον ...». Ησύχιος : Το Λεξικόν, σελ. 1461.

·         Τρανός: Από το τρανής, που σήμαινε σαφής, ευκρινής.

Υνί: Από το  υννής ή ύννης ( Ησύχιος) που ήταν ακριβώς ότι είναι το υνί. Το σιδερένιο μέρος του αλετριού που σκάβει τη γη.  Υννής, υννίον, υνίον, υνί.

·         Φηλογάω -  Φηλογούσε:  Φημολογούσε , η φήμη ομολογούσε. Η φήμη το έλεγε … έτσι ακουγόταν … έτσι έλεγε …

·         Φουκάλι: Από το  φιλοκάλιον.  Φιλοκάλιον, φοκάλιον, φουκάλι. Φουκαλώ, φιλοκαλώ.

·         Φόντας ή αφόνς: Αφόνς ήρθι … Φόντας ήρθι … Αφότου, απ΄ όταν.

·         Χαλεύω: Από το χηλή - στη δωρική χαλά ή χαλή -  που ήταν η παλάμη.

·         Χαραή: Χαραυγή.

·         Χλιάρ’, χλιάρι: Από το κοχλίας. Κοχλίας, κοχλιάριον, χoυλιάριον, χλιάρι και κουτάλι.

·         Χιουιάζω. Φωνάζω. Από το επιφώνημα ουαί. Ουαί, Ουαίζω, ουάζω, χουιάζω

·         Χουλιάζω: Χολιάζω: Στεναχωριέμαι. Από το χολειάω – ω, χολειάζω, χολιάζω.


Βιβλιογραφία: Σ. Βασδέκη: Ετυμολογικό Λεξικό, Δ. Δημητράκου: Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Γ. Μπαμπινιώτη: Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, Ησύχιος ο Αλεξανδρεύς: Λεξικόν, Αδ. Κοραή: Τα Άτακτα, Αχ. Τζάρτζανου: Περί της συγχρόνου Θεσσαλικής Διαλέκτου, Άνθιμου Γαζή: Λεξικόν Ελληνικόν.


Καρδιτσιώτικα Μασλάτια
Ετικετες:

Post a Comment

[blogger]

Author Name

MKRdezign

Φόρμα επικοινωνίας

Name

Email *

Message *

Powered by Blogger.