Articles by "Προσωπικότητες"

Showing posts with label Προσωπικότητες. Show all posts


 Ο Δήμος Θέος υπήρξε ένας ρηξικέλευθος δημιουργός που με το έργο του και ιδιαίτερα με την ταινία του «Κιέριον» σημάδεψε τον ελληνικό κινηματογράφο. Δίκαια θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου (ΝΕΚ). Εκτός από τον κινηματογράφο, ασχολήθηκε με τη σκηνοθεσία στην τηλεόραση και το θέατρο, καθώς και με τη συγγραφή δοκιμίων στο πεδίο της αισθητικής, ενώ δίδαξε σκηνοθεσία και κινηματογραφική θεωρία. Πίστευε ότι ο άνθρωπος της τέχνης για να είναι χρήσιμος, προτού αρχίσει να δημιουργεί πρέπει να γίνει ο ίδιος έργο τέχνης, να ζει σαν καλλιτέχνης, αρχή που τήρησε μέχρι τέλος της ζωής του, χωρίς να φοβάται κανένα τίμημα.

Ο Δήμος Θέος γεννήθηκε στα Άγραφα της Καρδίτσας στις 10 Οκτωβρίου 1935. Κατέβηκε στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1953 και αρχικά απασχολήθηκε σε χειρωνακτικές εργασίες, ενώ στη συνέχεια βρέθηκε να εργάζεται ως βαφέας σκηνικών στο θέατρο «Ακροπόλ». Ύστερα από την εργασία του για τα σκηνικά της ταινίας «Έγκλημα στο Κολωνάκι» (1959) βρέθηκε στο κινηματογραφικό συνεργείο του σκηνοθέτη και παραγωγού Τζανή Αλιφέρη. Για περισσότερα από δεκαπέντε χρόνια εργάστηκε ως βοηθός του σε ταινίες του εμπορικού κινηματογράφου, όπως «Έκλαψα πικρά για σένα» και «Ένας ντελικανής», όπου συνεργάστηκε για πρώτη φορά με τον κινηματογραφιστή Κώστα Φέρρη, με τον οποίο θα δούλευαν συχνά μαζί στο μέλλον.
11

Κατέβηκα στην πρωτεύουσα από την Καρδίτσα στα 18 μου για να βρω την τύχη μου. Άλλαξα διάφορα σπίτια. Στο Παγκράτι έζησα το πιο πολύ, ώσπου εγκαταστάθηκα οριστικά σε αυτήν εδώ την παλιά μονοκατοικία στα Πευκάκια, απομεινάρι άλλης εποχής, ανάμεσα στις σύγχρονες πολυκατοικίες. Ο κήπος θέλει διαρκώς φροντίδα, το σπίτι μαστορέματα, ο φράχτης ενίσχυση γιατί κυκλοφορούν διαρρήκτες, όμως δεν το δίνω αντιπαροχή με τίποτα – αν θέλει, ας το κάνει ο γιος μου!

Η πρώτη του σκηνοθετική δουλειά ήταν το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ «100 ώρες του Μάη» (1963), το οποίο συν-σκηνοθέτησε με τον Φώτο Λαμπρινό. Η ταινία, μία ανεξάρτητη παραγωγή, περιγράφει την πολιτική και κοινωνική διάσταση της πρόσφατης τότε δολοφονίας του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη.

Το 1967, πριν από την έλευση της δικτατορίας της 21ης Απριλίου, ο Θέος ξεκίνησε να σκηνοθετεί την πρώτη ταινία του μεγάλου μήκους «Κιέριον». Φιλμ νουάρ σε πρώτο επίπεδο, η ταινία περιγράφει την προσπάθεια ενός δημοσιογράφου να βρει τον πραγματικό δολοφόνο ενός αμερικανού δημοσιογράφου, για την οποία το παρακράτος τον κατηγορεί πως ήταν συνεργός στον φόνο. Η υπόθεση έχει σαφείς αναφορές στη δολοφονία του δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ το 1948 και αποτελεί ίσως την πρώτη ελληνική πολιτική ταινία και παράλληλα εγκαινίασε το καλλιτεχνικό ρεύμα που ονομάστηκε «Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος». Πολλοί μετέπειτα γνωστοί σκηνοθέτες, όπως ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος, ο Κώστας Σφήκας, ο Κώστας Φέρρης, ο Σταύρος Τορνές, η Τώνια Μαρκετάκη και ο Γιώργος Πανουσόπουλος, συνεργάστηκαν για τη δημιουργία της.

Το Κιέριον ήταν πράγματι η πρώτη ελληνική πολιτική ταινία. Φιλμ νουάρ, αναφερόταν στη δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ το '48 από παρακρατικούς. Οι περισσότεροι ηθοποιοί ήταν ή έγιναν έπειτα σκηνοθέτες: ο Κώστας Φέρρης (με τον οποίο συνεργαστήκαμε συχνά και αναπτύξαμε ιδιαίτερη φιλία), ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο Κώστας Σφήκας, ο Σταύρος Τορνές, η Τώνια Μαρκετάκη, ο Κυριάκος Κατζουράκης, ο Γιώργος Κατακουζηνός...Προτού όμως την ολοκληρώσω ήρθε η χούντα κι εγώ έφυγα στην Αγγλία. Εκεί την πρόβαλα μονταρισμένη, κι ενώ ήταν απαγορευμένη εδώ. Την πήγα και στη Βενετία το '68, όπου απέσπασε την εύσημο μνεία   
αρχικά στο Παρίσι και κατόπιν στη Αγγλία, όπου και μοντάρισε μία πρώτη μορφή της. Η δικτατορία είχε απαγορεύσει την προβολή της στην Ελλάδα, αλλά προβλήθηκε σε φεστιβάλ του εξωτερικού, ανάμεσά τους στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας του 1968, όπου έλαβε ειδικό βραβείο. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1974, μετά τη δικτατορία, κατάφερε να την ολοκληρώσει και να κερδίσει το βραβείο καλύτερης καλλιτεχνικής ταινίας στο 15ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, ενώ ο ίδιος ο Θέος βραβεύτηκε ως καλύτερος πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης. Το «Κιέριον» συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των ταινιών του γαλλικού περιοδικού «Καγιέ ντι Σινεμά» με τις καλύτερες ταινίες μεταξύ 1968 και 1975. Την ίδια χρονιά συμμετείχε στο φεστιβάλ η «Φόνισσα» του Κώστα Φέρρη, στην οποία ο Θέος είχε συμμετάσχει στη συγγραφή του σεναρίου.

Η επόμενη μεγάλου μήκους ταινία του Δήμου Θέου «Η Διαδικασία» (1976) σηματοδότησε μία νέα σκηνοθετική κατεύθυνση προς έναν δοκιμιακό κινηματογράφο μακριά από το συμβατικό σινεμά. Μία παραλλαγή της ιστορίας της Αντιγόνης, η ταινία αποδοκιμάστηκε έντονα από το κοινό του 17ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και προκάλεσε αμηχανία στους κριτικούς.

Τα επόμενα χρόνια ο Θέος δραστηριοποιήθηκε εκτός της σκηνοθεσίας ταινιών. Είχε ένα μικρό ρόλο στην ταινία «Εξόριστος στην Κεντρική Λεωφόρο» (1979) που είχε συγγράψει και πρωταγωνιστούσε ο Φέρρης, ήταν διευθυντής παραγωγής της ταινίας του Γιάννη Φαφούτη «Τα Όπλα μου Ρίχνουν Λουλούδια» κι έκανε το μοντάζ της ταινίας «Μπαλαμός» του φίλου του Σταύρου Τορνέ. Συνεργάστηκε επίσης με την εκπομπή «Παρασκήνιο» της ΕΡΤ και για τη δημόσια τηλεόραση σκηνοθέτησε τρία επεισόδια της σειράς «Ο Φονιάς» (1982), μία τηλεοπτική διασκευή του διηγήματος του Γεωργίου Βιζυηνού «Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου». Την επόμενη χρονιά σκηνοθέτησε το ντοκιμαντέρ «Υπερρεαλιστικό happening» με θέμα το υπερρεαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα.

Η τρίτη κατά σειρά ταινία μεγάλου μήκους του Θέου ήταν ο «Καπετάν Μεϊντάνος» (1987) που συνέχισε να κινείται σε μη συμβατικούς αφηγηματικούς δρόμους. Η υπόθεση διηγείται τη μελέτη της ζωής του ομώνυμου οπλαρχηγού του 17ου αιώνα από έναν τέως διπλωμάτη, εν μέρει μέσα από μαρτυρίες μοναχών και εξερευνά το μυστήριο μιας εικόνας συνδεδεμένης με τη ζωή του Μεϊντάνου. Ο δύσκολος χαρακτήρας της ταινίας προκάλεσε έντονες αποδοκιμασίες στο 28ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και μάλιστα παραλίγο να υπάρξουν και ξυλοδαρμοί στο τέλος της προβολής της. Η ταινία μεταδόθηκε το 1990 ως μίνι σειρά από την ΕΡΤ.

Ο Θέος επέστρεψε στα ντοκιμαντέρ με ένα μεσαίου μήκους για την Αποκάλυψη του Ιωάννου και τη σειρά «Ελληνισμός και Δύση» για την ΕΡΤ1, η οποία παρουσίαζε την αλληλεπίδραση των δύο αυτών πόλων κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα και της αναγέννησης. Επίσης, σκηνοθέτησε κάποια επεισόδια της σειράς ντοκιμαντέρ «Εδώ γεννήθηκε η Ευρώπη».


Είμαι σωκρατικός, παλεύω για τους θεσμούς, αλλά επειδή είμαι και κοπρίτης, δεν θέλω να σχετίζομαι μαζί τους. Ποτέ δεν χρησιμοποίησα υψηλές γνωριμίες και «πλάτες», αντίθετα συγκρούστηκα με διάφορα λόμπι. Είμαι άθρησκος κι επίσης πατριώτης με την έννοια όμως της ελληνικότητας

Η τελευταία ταινία του μυθοπλασίας μεγάλου μήκους ήταν ο «Ελεάτης Ξένος» (1996). Η υπόθεση της ταινίας αφορά την επίσκεψη μιας νεαρής γερμανίδας φιλολόγου στην Αθήνα για να βρει τον πατέρα της που δεν γνώρισε, μόνο για να μάθει πως αυτός είναι νεκρός. Το φιλμ αφηγείται την αναζήτηση των αιτίων του θανάτου του και παράλληλα την ερωτική της σχέση με ένα νεαρό μουσικό. Μία μοντέρνα παραλλαγή του μύθου του Ορφέα και της Ευριδίκης, ο Ελεάτης Ξένος δεν διακρίθηκε εισπρακτικά ή σε κάποιο φεστιβάλ.

Το 2006 το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τίμησε τον Θέο για το σύνολο του έργου του, με μία αναδρομική προβολή των ταινιών του.

Ο Θέος έγραψε το μυθιστόρημα «Μανιάκ Μπέης» και τη νουβέλα «Οκτώ και δέκα επιχειρήματα για την αιωνιότητα του κόσμου», καθώς και κάποια δοκίμια, όπως τα «Φορμαλισμός» και «Το αισθητικό και το ιερό». Έχουν επίσης δημοσιευθεί αρκετά άρθρα του σε περιοδικά.

Δίδαξε κινηματογράφο στη σχολή της Ευγενίας Χατζίκου. Επίσης, από το 1978 και για μία δεκαετία βιοποριζόταν και ως παλαιοβιβλιοπώλης στο Μοναστηράκι, όπου είχε το βιβλιοπωλείο «Ο δικός σας Τιπούκειτος». Πολιτικά παλαιότερα είχε ενταχθεί στην ΕΔΑ, ενώ ήταν γραμματέας της Ένωσης Τεχνικών Ελληνικού Κινηματογράφου.

Ο Δήμος Θέος πέθανε στις 29 Οκτωβρίου 2019 στην Αθήνα, σε ηλικία 83 ετών.

Πηγή:sansimera.gr


.Έκ Λουτροπηγής Καρδίτσης. Είσελθών είς τό Σώμα τών Μονίμων 'Αξιωματικών, έμονιμοποιηθη το 1914, άνελθών μέχρι του βαθμού τοΰ Συν/ρχου. Μετέσχε των έπιχειρήσεων 1912-1913.Επίσης ώς διοκητής λόχου στις έπιχειρήσεις του Μακεδονικού μετώπου 1917-1918 κατά τόν 1ον Παγκόσμιον πόλεμον  στο Α' Σώμα Στρατού. Είς τήν Μικρασιατικήν έκστρατείαν ώς διοικ. λόχου καί τάγματος

 


Τόνοι γαρίφαλα και σπασμένα πιάτα στα πόδια ενός αυθεντικού καλλιτέχνη, που έγινε θρύλος τη δεκαετία του ’70 με το τραγούδι του «Γέλα κυρία μου».

Ο Κώστας Καφάσης, ο οποίος την ίδια εποχή ξεχώρισε και ως «το γκαρσόνι Ιωνάθαν», που είχε τη λόξα να γίνει τραγουδιστής, στην τηλεοπτική σειρά της ΕΡΤ «Η γειτονιά μας», κατάφερνε είτε ως ηθοποιός είτε ως τραγουδιστής να κάνει το κοινό να παραληρεί στο πέρασμά του.

Ο Κώστας Καφάσης γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου 1942 στο χωριό Κουτσιαρί της Καρδίτσας, όπου μεγάλωσε. Από μικρό παιδάκι το όνειρό του ήταν να γίνει ηθοποιός. «Από πιτσιρίκι, η μανία μου, το πάθος μου, η αρρώστια μου ήταν να γίνω θεατρίνος. Τα καλοκαίρια μάς επισκέπτονταν στην περιοχή που γεννήθηκα τα λεγόμενα μπουλούκια της εποχής κι εγώ, βλέποντας τους ηθοποιούς, ήθελα να γίνω ένας απ’ αυτούς» είχε δηλώσει αρκετά χρόνια πριν, σε συνέντευξή του στην «Espresso». Πράγματι, μόλις τελείωσε το γυμνάσιο στην Καρδίτσα μπήκε στη Δραματική Σχολή και αμέσως ρίχτηκε με τα μούτρα στο θέατρο σε αναζήτηση της τύχης του.

Το ντεμπούτο

Οι οντισιόν διαδέχονταν η μία την άλλη και το 1965 έκανε το ντεμπούτο του ως ηθοποιός στο Ακροπόλ, και συγκεκριμένα στην επιθεώρηση «Αυλή και πεζοδρόμιο» των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου, με πρωταγωνίστρια τη Ρένα Βλαχοπούλου. Κατάφερε να καθιερωθεί στο θέατρο παίζοντας σε διάφορες θεατρικές δουλειές -μεταξύ αυτών και η θρυλική «Οδός ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι- πλάι σε μεγάλα ονόματα, όπως η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Ζωή Λάσκαρη, ο Σωτήρης Μουστάκας, ο Γιώργος Πάντζας, η Νίτσα Μαρούδα, η Σπεράντζα Βρανά, η Καίτη Μπελίντα, και δεκάδες ακόμα αγαπημένοι καλλιτέχνες του θεάτρου. Ομως, τα χρήματα που έπαιρνε ως ηθοποιός ήταν λίγα κι έτσι αποφάσισε να ασχοληθεί επαγγελματικά και με το τραγούδι, που επίσης αγαπούσε από μικρός και ήταν αυτοδίδακτος.

«Ο πατέρας μου ήταν δεξιός ψάλτης στην εκκλησία και είχε γνώσεις βυζαντινής μουσικής, αλλά εγώ δεν πήγα σε ωδείο, δεν με δίδαξε κανείς το τραγούδι και δεν έμαθα κάποιο μουσικό όργανο. Στο τραγούδι μπήκα επαγγελματικά στα 31 μου, για τα λεφτά. Για να καταλάβετε, στο θέατρο έπαιρνα 80 δραχμές, χωρίς τις κρατήσεις, ενώ στο κέντρο το νυχτοκάματο ήταν 100 δραχμές και δεν είχε κρατήσεις» μας είχε πει ο ίδιος στην ίδια συνέντευξη, ξετυλίγοντας παράλληλα το νήμα της καλλιτεχνικής διαδρομής του μέχρι να κάνει το μεγάλο τραγουδιστικό «μπαμ» με το κομμάτι «Γέλα κυρία μου». «Δούλεψα έξι χρόνια στο θέατρο και παράλληλα συμμετείχα, με χαρακτηριστικούς ρόλους, σε πάνω από 15 ταινίες, μεταξύ αυτών οι ‟“Μαριχουάνα stop”, “Καλώς ήρθε το δολάριο”, ‟Φίφης, ο αχτύπητος”, ‟“Η κόρη μου η σοσιαλίστρια”, ‟“Το πιο λαμπρό αστέρι” και ‟“Μοντέρνα Σταχτοπούτα”. Μάλιστα, όταν έπαιζα με την Αλίκη, είχα τόσο τρακ που έχανα τα λόγια μου. Ο λόγος; Τη θαύμαζα πάρα πολύ» είχε παραδεχτεί.

Ο Κώστας Καφάσης δισκογραφικά συνέδεσε το όνομά του κυρίως με τον Κώστα Ψυχογιό, ο οποίος, εκτός από το all time classic «Γέλα κυρία μου», του έγραψε κι άλλες μεγάλες επιτυχίες, που κυρίως κυκλοφόρησαν στην PANVOX και περιλαμβάνονται στους δίσκους του: «Κατάλαβέ με» (1976), «Σκέφτομαι εσένα» (1977), «Σ’ αγαπώ» (1978), «Πώς να φύγω (1979), «Και ποιος φταίει» (1981), «Συνείδησή μου» (1985). Εκτός του τραγουδιού «Γέλα κυρία μου», ο κόσμος αγάπησε και τα «Περίπτωσή μου», «Ψυχή μου, καρδιά μου», «Παράνομοι κι αμαρτωλοί», «Πίνω, πίνω» κ.ά. Η χαρακτηριστική χροιά της φωνής του άρεσε πάρα πολύ σε εκείνους που τον ακολουθούσαν πιστά, και δεν ήταν λίγοι.

Στα τελευταία χρόνια της καριέρας του έκανε επιλεκτικές εμφανίσεις στο σινεμά με αξιόλογους σκηνοθέτες, όπως ο Θόδωρος Μαραγκός. Στην τηλεόραση τον είδαμε να παίζει στη σειρά του Mega «7 θανάσιμες πεθερές», και συγκεκριμένα στο επεισόδιο με τίτλο «Η Αρβανίτισσα πεθερά», με πρωταγωνίστρια την Υρώ Μανέ. Κοντολογίς, η ιδιαίτερη καλλιτεχνική παρουσία του Κώστα Καφάση έγινε καλτ με το πέρασμα των χρόνων, με αποτέλεσμα ακόμα και οι σημερινοί νέοι, που δεν τον έζησαν στις δόξες του, να ενδιαφέρονται για τα παλιά τραγούδια του. Ανέκαθεν είχε χαμηλό προφίλ και έκανε τη δουλειά του χωρίς τυμπανοκρουσίες. Ποτέ δεν επιθυμούσε να μιλάει για προσωπικά θέματα και με τη στάση του απέναντι στους άλλους καλλιτέχνες και στη showbiz γενικότερα φρόντιζε να μην προκαλεί. Εφυγε από τη ζωή διακριτικά, το 2010, «χτυπημένος» από τον καρκίνο, και κηδεύτηκε στη γενέτειρά του.

Η αρχή για το καλλιτεχνικό «μπαμ», ο ρόλος του στη σειρά «Η γειτονιά μας»

«Το 1971 άνοιξε η τύχη μου, όταν ο Κώστας Πρετεντέρης με φώναξε για να παίξω στην ξακουστή τηλεοπτική σειρά του, “Η γειτονιά μας”, τον ρόλο ενός σαρδανάπαλου γκαρσονιού, που άρεσε πολύ στο κοινό. Την ίδια εποχή ξεκίνησα να δουλεύω ως τραγουδιστής σε μπουάτ, όπως η Κατακόμβη, και στα τέλη του 1974, σε ένα από τα νυχτερινά μαγαζιά όπου δούλευα, με άκουσε ο Κώστας Ψυχογιός και μου έδωσε το ‟Γέλα κυρία μου”» είχε πει ο ίδιος πριν από χρόνια , αποκαλύπτοντας μάλιστα ότι το μεγάλο σουξέ που τον καθιέρωσε είχε αρχικά δοθεί στον Γιώργο Νταλάρα και τον Σταμάτη Κόκοτα, αλλά εκείνοι αρνήθηκαν να το συμπεριλάβουν στη δισκογραφία τους.

Ο Κώστας, ωστόσο, το αποθέωσε όχι μόνο με τη ζεστή φωνή του, αλλά και με τη θεατρική ερμηνεία του. Μάλιστα, ο δίσκος αυτός πούλησε 60.000 αντίτυπα σε λίγους μόνο μήνες και ο Κώστας Καφάσης έγινε ένα από τα μεγάλα ονόματα στις ταμπέλες και τις πίστες της νυχτερινής Αθήνας τραγουδώντας πλάι σε καλλιτέχνες, όπως οι Ρίτα Σακελλαρίου, Πίτσα Παπαδοπούλου, Μαίρη Λίντα, Καίτη Ντάλι.

Μεγάλη ιστορία στη νύχτα έγραψε ο καλλιτέχνης στο κέντρο Φαληρικόν, όπου εμφανιζόταν πλάι στη Σωτηρία Μπέλλου, στον Σπύρο Ζαγοραίο και στη Φωτεινή Μαυράκη. Εξω από το κέντρο, τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα των θαμώνων -που συνωστίζονταν για να τον δουν και να τον ακούσουν- έφταναν μέχρι το στάδιο Καραϊσκάκη! Επίσης, σε μια συναυλία του σε μαθητικό κοινό, τον Ιανουάριο του ’76, οι φανατικοί θαυμαστές του, ουρλιάζοντας, τον άφησαν σχεδόν γυμνό την ώρα που τραγουδούσε και χρειάστηκε η επέμβαση της Αστυνομίας για να τον φυγαδεύσουν! Ανάμεσα στους τακτικούς θαμώνες των κέντρων όπου τραγουδούσε ήταν και ο Κώστας Πρετεντέρης, ο οποίος ήταν θαυμαστής του. «Οταν τραγουδούσα, έπαιρνε ένα ποτήρι, καθόταν στην πίστα και με άκουγε» είχε εκμυστηρευτεί ο τραγουδιστής σε συνέντευξη .



Ο Νικόλαος Πλαστήρας
 (4 Νοεμβρίου 1883 – 26 Ιουλίου 1953) ήταν στρατιωτικός
και πολιτικός στη νεότερη Ελλάδα. Έγινε γνωστός για την στρατιωτική του δράση κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (όπου έγινε γνωστός ως Μαύρος Καβαλάρης) και την Μικρασιατική εκστρατεία και πολλές φορές ενεπλάκη με την πολιτική συμμετέχοντας ή οργανώνοντας κινήματα. Ο Νικόλαος Πλαστήρας κυβέρνησε την Ελλάδα τρεις φορές, μία το 1945 και άλλες δύο στα 1951-1952.
Ο Νικόλαος Πλαστήρας ήταν γιος του Χρήστου Πλαστήρα, ράφτη, και της Στυλιανής Καραγιώργου, υφάντρας, γεννήθηκε στο Μορφοβούνι Καρδίτσας το 1883. Κατά τον πόλεμο του 1897, η οικογένειά του καταφεύγει στην ορεινή Πεζούλα της Νευρόπολης Αγράφων και μετά το τέλος του πολέμου επιστρέφουν στην Καρδίτσα, όπου φοιτά στο δημοτικό και στο Ελληνικό σχολείο της πόλης. Η φοίτηση όμως στο σχολείο διακόπτεται όταν εμπλέκεται σε έναν καυγά με έναν Τούρκο και αναγκάζεται να διαφύγει για να μη συλληφθεί, μέσω Βόλου στον Πειραιά. Φοιτά στη Βαρβάκειο Σχολή και στη συνέχεια επιστρέφει, αφού φεύγουν οι Τούρκοι από τη Θεσσαλία, στην πατρίδα του για να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές σπουδές του. 
Αφού τελείωσε το Γυμνάσιο κατατάχθηκε στον στρατό τον Δεκέμβριο του 1903 και υπηρέτησε στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού στα Τρίκαλα όπου προήχθη σε υπαξιωματικό (επιλοχίας). Τον Απρίλιο του 1907 πήρε μέρος στον Μακεδονικό αγώνα: αφού εγκατέλειψε τη μονάδα του,μαζί με μερικούς συναδέλφους του ήλθε σε επαφή με διάφορα πρόσωπα στην Καρδίτσα συγκροτώντας ομάδα εθελοντών.Με αυτή στη συνέχεια, συνεργάζεται με την ομάδα του καπετάν-Αγραφιώτη και του υπολοχαγού Χαράλαμπου Παπαγάκη σε επιχειρήσεις γύρω από τη λίμνη των Γιαννιτσών. Μετά την ολοκλήρωση της απόστολής του επέστρεψε στην μονάδα του και στα 1908 δίνει εξετάσεις προκειμένου να εισαχθεί στη Σχολή Υπαξιωματικών της Κέρκυρας,ερχόμενος πρώτος επιλαχών. Συμμετείχε ενεργά στον «Σύνδεσμο Υπαξιωματικών» που είχε σκοπό την αξιοκρατία και την εξυγίανση του Στρατού και ήταν παράλληλη με τον «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» των αξιωματικών, που έκανε το Κίνημα στο Γουδί το 1909. Το 1910 εισήχθη στην Σχολή Υπαξιωματικών της Κέρκυρας από όπου εξήλθε το 1912 ως Ανθυπολοχαγός.
Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους υπηρετεί ως υπασπιστής τάγματος στο 5ο Σύνταγμα πεζικού με έδρα τη Λάρισα, και επειδή αυτό ανήκε στη στρατιά της Θεσσαλίας, ήταν από τις πρώτες που πολέμησαν και έτσι διακρίθηκε στις μάχες της Ελασσόνας, των Γιαννιτσών και του Λαχανά, και ιδιαίτερα στην τελευταία στην οποία ονομάστηκε από τους συμπολεμιστές του Μαύρος Καβαλάρης. Μετά το πέρας των επιχειρήσεων το 5ο Σύνταγμα πεζικού του Πλαστήρα γύρισε στα Τρίκαλα και ένα τάγμα, στο οποίο ανήκε και ο ίδιος, αποσπάστηκε στη Χίο. Την ίδια περίοδο προήχθη σε υπολοχαγό και αργότερα στο βαθμό του υπολοχαγού λόγω εξαιρέτων πράξεων. Το 1914 πήρε μέρος στον Βορειοηπειρωτικό αγώνα. Από τη Χίο όπου βρισκόταν φεύγει για την Αθήνα και συναντά τον Στέφανο Σαράφη. Μαζί συνεννοούνται για να δράσουν υπέρ της κίνησης του Ζωγράφου. Ο Πλαστήρας μεταβαίνει στα Τρίκαλα με σκοπό την οργάνωση στρατιωτικής αποστολής στη Βόρειο Ήπειρο. Όμως του ανακοινώνεται η επικείμενη σύλληψή του λόγω ακριβώς του σχεδίου που οργάνωνε. Η συμπαράσταση πολλών συναδέλφων αλλά κυρίως η υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας ακύρωσε τα σχέδιά του αλλά και τη σύλληψή του. Επιστρέφει στη Χίο και ολοκληρώνει το σχεδιασμό άμυνας του νησιού.

Διχασμός

Στην περίοδο του Διχασμού, κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο τάχθηκε με το Κίνημα Εθνικής Αμύνης (Σεπτέμβριος 1916) και συμμετείχε σ΄ αυτό. Συγκεκριμένα τον Αύγουστο του 1916 κι όταν βρισκόταν με άδεια στην Αθήνα, ήλθε σε επαφή μαζί με άλλους αξιωματικούς με τον Βενιζέλο,για να τον συμβουλευθούν αν θα έπρεπε να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους για να ενωθούν με το γαλλικό στρατό στη Θεσσαλονίκη. Αυτός τους ζήτησε να μην εγκαταλείψουν τις θέσεις τους στο στράτευμα προκειμένου να μην απογυμνωθεί από αντιμοναρχικούς αξιωματικούς, αλλά να στρατολογούν κι άλλους αξιωματικούς και να είναι σε ετοιμότητα. Όταν υπηρετούσε τότε ως λοχαγός στη Λευκάδα μαζί με 11 άλλους αξιωματικούς της μονάδας του εγκατάλειψε τη θέση του και κινήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου έφτασε στις 17/30 Σεπτεμβρίου 1916. Πολέμησε στο Μακεδονικό μέτωπο, όπου τραυματίστηκε και προάχθηκε σε ταγματάρχη. Επίσης, ορίστηκε Στρατιωτικός Διοικητής στη Χίο. Στην μάχη του Σκρα διακρίθηκε ως διοικητής τάγματος και προήχθη «επ’ ανδραγαθία» σε αντισυνταγματάρχη. Το 1919 με το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων συμμετείχε, ως επικεφαλής του, στην εκστρατεία της Αντάντ στην Ουκρανία, κατά των Μπολσεβίκων, όπου μετά την αποτυχία της επιχείρησης διέφυγε στο Γαλάτσι της Ρουμανίας και από εκεί προαχθείς σε συνταγματάρχη, επικεφαλής της μονάδας του μεταφέρθηκε στην Σμύρνη.

Δράση στη Μικρά Ασία
Ως επικεφαλής του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων έχει ως περιοχή ευθύνης του την περιοχή Μαγνησίας. Μεταξύ άλλων προέβαινε σε εκκαθαρίσεις από τους Τούρκους τσέτες και στην προάσπιση των Ελληνικών πληθυσμών, ενώ ίδρυσε και ένα ορφανοτροφείο με σκοπό την φροντίδα των ορφανών ελληνόπουλων. Επίσης προέλασε τον Ιούνιο του 1920 καταλαμβάνοντας το Αξάρι. Στις εκλογές του 1920 οι οποίες διεξήχθησαν μεταξύ των στρατιωτών στο Μικρασιατικό μέτωπο, ο Πλαστήρας φρόντισε να διεξαχθούν άψογα στον τομέα του, όπου η αντιπολίτευση κέρδισε με συντριπτική πλειοψηφία. Μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920, πολλοί βενιζελικοί αξιωματικοί απομακρύνθηκαν από το στράτευμα , ενώ ο Πλαστήρας, χάρη σε απειλή ανταρσίας της 13ης Μεραρχίας, «ο αγαπητός στους άνδρες του Πλαστήρας απέφυγε τη μετάθεση», ενώ συκοφαντήθηκε για περιύβριση του Βασιλέως Κωνσταντίνου. Τελικά αποκαλύφθηκε η εις βαρος του ψευδής καταγγελία. 
Στην Μικρασιατική εκστρατεία έδωσε πολλές νικηφόρες μάχες με λίγες απώλειες που τον έκαναν γνωστό στους αντιπάλους που τον ονόμασαν «καρά-πιπέρ» (μαύρο πιπέρι), ενώ το 5/42 σύνταγμα ευζώνων έγινε γνωστό ως «σεϊτάν ασκέρ» (στρατός του διαβόλου). Κατά την προέλαση του ελληνικού στρατού, το καλοκαίρι του 1921, έφτασε μέχρι το Καλέ-Γκρότο, πέρα από τον Σαγγάριο. Αναφέρεται ότι τις νύχτες έμενε μόνος του ως σκοπός για να ξεκουράζονται οι άντρες του, και κοιμόταν έφιππος κατά την πορεία της επόμενης ημέρας. Κατά την κατάρρευση του μετώπου ο Πλαστήρας κατάφερε να δώσει μάχες υποχωρώντας τακτικά, μαζεύοντας στρατιώτες από διαλυμένες μονάδες. Με την καθυστέρηση που προέβαλε στην επέλαση του εχθρού έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς πρόσφυγες να διαφύγουν, σώζοντάς τους από τους Τούρκους. Για την πράξη του αυτή αγαπήθηκε πολύ από τους πρόσφυγες, στο σημείο να βαφτίζουν τα παιδιά τους με το όνομα του.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή

Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και την Eπανάσταση της 11ης Σεπτεμβρίου των στρατιωτικών δυνάμεων στη Χίο και τη Λέσβο, το 1922, ο Νικόλαος Πλαστήρας ανέλαβε την αρχηγία της επαναστατικής επιτροπής (από όπου απέκτησε και το προσωνύμιο ‘Αρχηγός’). Τον Σεπτέμβριο του 1922 μετέβη στην Αθήνα όπου ανέτρεψε την κυβέρνηση και υποχρέωσε τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α’ σε παραίτηση υπέρ του γιου του Γεωργίου Β’ και σχημάτισε επαναστατική κυβέρνηση χωρίς όμως να συμμετάσχει σ΄αυτήν. Με τη φροντίδα του περιθάλπηκαν και στεγάστηκαν εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, και με νομοθετικό διάταγμα (14 Φεβρουαρίου 1923), έδωσε λύση στο αγροτικό ζήτημα, διανέμοντας το μεγαλύτερο μέρος των τσιφλικιών, στους ακτήμονες. Χάρη σ´αυτόν και τον Θεόδωρο Πάγκαλο αναδιοργανώθηκε ο στρατός και ανασυντάχθηκε η στρατιά του Έβρου, δίνοντας ένα βοήθημα στον Ελευθέριο Βενιζέλο, κατά τις διαπραγματεύσεις για την Συνθήκη της Λωζάνης, περιορίζοντας τις απαιτήσεις του Κεμάλ. Επίσης υποστήριξε και ανέλαβε την ευθύνη για την «εκτέλεση των έξι», κατευνάζοντας τον λαό που ζητούσε την τιμωρία των υπεύθυνων για την Μικρασιατική καταστροφή. 
Μεσοπόλεμος

Μετά τις εκλογές τον Δεκέμβριο του 1923 ο Νικόλαος Πλαστήρας κατέθεσε την εξουσία στα χέρια της εκλεγμένης κυβέρνησης. Τον Ιανουάριο του 1924 παραιτήθηκε και αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του Αντιστράτηγου. Η Δ’ Εθνοσυνέλευση τον ανακήρυξε «Άξιο της Πατρίδος». Το 1925 μετά το πραξικόπημα της 25ης Ιουνίου κι ενώ ιδιώτευε στην ιδιαίτερη πατρίδα του στην Καρδίτσα, προσκλήθηκε να έλθει στην Αθήνα, από τους επίδοξους ανατροπείς του Πάγκαλου. Ο Πάγκαλος έβαλε τη χωροφυλακή να τον παρακολουθεί αλλά ο Πλαστήρας έφτασε κρυφά στην Αθήνα τον Οκτώβριο καταλύοντας στο ξενοδοχείο Ακταίον του Νέου Φαλήρου. Στη συνέχεια κρύφτηκε σε φιλική οικία (Ιωάννη Δογάνη) και μετά στο Χαλάνδρι. Το 1933 τις εκλογές κέρδιζε η αντιβενιζελική παράταξη του Παναγή Τσαλδάρη. Πριν ολοκληρωθεί η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, την νύχτα 5 προς 6 Μαρτίου, ο Πλαστήρας οργάνωσε Κίνημα υπέρ του Βενιζέλου και με την έγκριση αυτού, με την δικαιολογία ότι η άνοδος των αντιβενιζελικών στην εξουσία θα σήμαινε το τέλος της Δημοκρατίας. Το κίνημα απέτυχε και κατέφυγε στο Λίβανο και μετά στην Γαλλία. Στο επόμενο Στρατιωτικό Κίνημα, την 1η Μαρτίου 1935 (πάλι με την έγκριση του Βενιζέλου) προσέφερε και πάλι την υποστήριξή του παρ’ όλο που ήταν ακόμη στο εξωτερικό, και μετά την αποτυχία του καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο, όπως και ο Βενιζέλος, που όμως έλαβαν όλοι αμνηστία με την παλινόρθωση της Βασιλευομένης Δημοκρατίας τον ίδιο χρόνο, από τον Βασιλέα Γεώργιο Β΄.
Αντιδικτατορική δραστηριότητα

To Σεπτέμβριο του 1937, ο Πλαστήρας άρχισε έντονη αντιδικτατορική δραστηριότητα κατά του καθεστώτος του Μεταξά, και έγινε Πρόεδρος της Αντιδικτατορικής Επιτροπής, με μέλη μεταξύ άλλων τον Σοφοκλή Βενιζέλο, τον Αγαμέμνονα Σλήμαν, και τον Κομνηνό Πυρομάγλου. Σε συνέντευξή του σε μία Γαλλίδα δημοσιογράφο, εξέφρασε την άποψή του για τη δικτατορία, τονίζοντας ότι « δέν είναι σύστημα προόδου και εξυψώσεως του διανοητικού επιπέδου των λαών.» 

Στην περίοδο της Κατοχής
Με την είσοδο των Γερμανικών στρατευμάτων στο Παρίσι, μετακομίζει στην ελεύθερη ζώνη (νότιο Γαλλία). Ο Νικόλαος Πλαστήρας φτάνει στις 2 Οκτωβρίου 1940 στη Νίκαια και εγκαθίσταται στο ξενοδοχείο Φράντσια, στον αριθμό 9 της λεωφόρου Βίκτωρ Ουγκώ. Στις 2 Νοεμβρίου αποκτά προσωρινή άδεια παραμονής για έξη μήνες, που του παρέδωσε ο νομάρχης των Αλπ-Μαριτίμ. Στην Ελλάδα, ο Κωνσταντίνος Μανιαδάκης, στις αρχές Νοεμβρίου 1940, έδωσε εντολή στην Ελληνική πρεσβεία στο Παρίσι ώστε να εμποδίσει τον Πλαστήρα να επιστρέψει στην Ελλάδα. Πράγματι η Ελληνική πρεσβεία προέβη σε σχετικό διάβημα προς τον υπουργό Εξωτερικών της κυβέρνησης του Βισύ. Ο Κομνηνός Πυρομάγλου ανέλαβε την αποστολή να έλθει σε επαφή με τον Πλαστήρα, προκειμένου να επιστρέψει μέσω Συρίας και Τουρκίας στην Ελλάδα. Ο Πυρομάγλου ήλθε σε επαφή με τον τον πλωτάρχη Voisin στέλεχος της Κυβέρνησης του Βισύ, η οποία τελικά μετρίασε τα μέτρα σε βάρος του Πλαστήρα. Όμως όταν οι Άγγλοι και οι Γκωλικοί κατέλαβαν τη Συρία, οι επαφές Πλαστήρα-κυβέρνησης του Βισύ διακόπηκαν περί τις αρχές Ιουνίου του 1941. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς οι Γερμανοί από το Παρίσι, έστειλαν τον αξιωματικό των Es-Es Roland Nosek στη Νίκαια της Γαλλίας και συνάντησε τον Πλαστήρα προσκαλώντας τον στο Παρίσι. Την ίδια περίοδο κάποιος Νίκος Ρούσσος που εκπροσωπούσε την κυβέρνηση της Αθήνας συναντήθηκε μαζί του: είναι άγνωστο τι συζητήθηκε μαζί του. Ο Νικόλαος Πλαστήρας ενημέρωσε αργότερα τις αρχές Ασφαλείας του Βισύ πως του είχε προταθεί να αναλάβει την εξουσία στην Ελλάδα. Μεταξύ 23 Ιουλίου και 29 Αυγούστου πραγματοποιεί ταξίδι στο Παρίσι και επαφές με τις εκεί Γερμανικές αρχές άγνωστο με ποιο περιεχόμενο. Όπως υποστηρίζει ο καθηγητής Christophe Chiclet, «σκεφτόταν αφελώς ότι η Γερμανία θα κέρδιζε τον πόλεμο και ότι θα γινόταν ο δημοφιλής δημοκράτης δικτάτορας της Ελλάδας, σωτήρας μιας χώρας που εγκαταλείφθηκε από το βασιλιά και τους φιλομοναρχικούς» Τελικά επειδή η πλειοψηφία των βενιζελικών προσωπικοτήτων προσχώρησε στους Άγγλους , την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση και επομένως και τον βασιλιά, εκείνος απομονώθηκε. Αρχές του φθινοπώρου του 1941, έρχεται πάλι σε επαφή με τον Πυρομάγλου τον οποίο στέλνει στην Ελλάδα με σκοπό να αναστείλει κάθε ένοπλη αντίσταση, ο οποίος τελικά προσχώρησε στον ΕΔΕΣ. Ο Πλαστήρας ήταν ένας, παρά τη θέληση τη δική του, πρόεδρος του ΕΔΕΣ. Από τον Οκτώβριο του 1941 έως τον Αύγουστο του 1943, τα ίχνη του χάνονται. Από έγγραφο του F.O (Αύγουστος του 1942) πληροφορούμαστε πως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος είχε εισηγηθεί να δοθεί στον Νικόλαο Πλαστήρα διαβατήριο για να φύγει από τη Γαλλία. Η τελευταία αυτή πρόταση αναστάτωσε το Βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών και τον Εμμανουήλ Τσουδερό, ο οποίος σε επιστολή του προς τον Κανελλόπουλο, τόνιζε πως η επιστροφή του Πλαστήρα έθετε αναπόφευκτα εκ νέου συνταγματικό ζήτημα. Τον Αύγουστο του 1943 ο πρέσβης της Ελλάδας στο Λονδίνο ζητά πληροφορίες περί του Πλαστήρα από τους Γάλλους στο Αλγέρι, ενώ τον Φλεβάρη του 1944 αρχίζουν να πληθαίνουν οι προσπάθειες εκ μέρους της εξόριστης Ελληνικής κυβέρνησης (οι φιλελεύθεροι Σοφοκλής Βενιζέλος και ο υπουργός πολέμου Βύρωνας Καραπαναγιώτης) για να έλθει ο Πλαστήρας σε επαφή μαζί τους. Την ίδια περίοδο, η SOE έβλεπε στο πρόσωπό του τον Έλληνα de Gaulle και λόγω του παρελθόντος του αντιμετωπιζόταν σαν σύμβολο της δημοκρατίας. 
Τον Νοέμβριο του 1944 ο Νικόλαος Πλαστήρας ήλθε σε επαφή με τον Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος ήθελε να τον προσκαλέσει στην Ελλάδα με σκοπό να ενισχύσει την κυβέρνησή του. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ο Πλαστήρας είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις. Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, σε συζήτηση που διεξήχθη μεταξύ των Σιάντου, Γεωργίου Παπανδρέου, Καφαντάρη, του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού και του ίδιου, είχε έντονη λογομαχία με το Σιάντο. Ο Πλαστήρας αμφισβήτησε ανοικτά την προσφορά των ανταρτών του ΕΛΑΣ στην Εθνική Αντίσταση και στην απελευθέρωση κάνοντας λόγο για «ξεπάστρεμα όλων των δεξιών» και «κάψιμο χωριών». Ο Σιάντος εξανέστη φωνάζοντας «Δεν σας επιτρέπω να υβρίζετε τους ηρωικούς μας αντάρτες!» με τον Πλαστήρα να του ανταπαντάει «κάθισε κάτω ζαγάρι!». Μετά τα «Δεκεμβριανά» του 1944 κλήθηκε να αναλάβει την κυβέρνηση ως προσωπικότητα ευρείας αποδοχής, στις 3 Ιανουαρίου 1945. Παρ΄όλα αυτά ο Γάλλος πρεσβευτής στην Αθήνα Ζαν Μπελέν έγραφε στις 6 Απριλίου 1945: «Οι Βρετανοί θεωρούν τον Πλαστήρα μια μετριότητα… Κάνουν τα πάντα για να τον διώξουν» Προσπάθησε να αποτρέψει τον Εμφύλιο πόλεμο, και συμμετείχε στην Συμφωνία της Βάρκιζας. Όμως τον Μάρτιο του 1945, μετά τη δημοσίευση στην εφημερίδα «Ελληνικόν Aίμα» φωτοτυπίας της επιστολής του που κατά τη διάρκεια του πολέμου συνιστούσε κατάπαυση του πυρός με τη μεσολάβηση της Γερμανίας, ο τότε Αντιβασιλέας και Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός ζήτησε την άμεση παραίτηση του Ν. Πλαστήρα και της κυβέρνησής του όπου και ακολούθησε στις 8 Απριλίου 1945. Στη συνέχεια o Νικόλαος Πλαστήρας, μετά την παραίτησή του, παρέμεινε στην Ελλάδα ασχολούμενος με την πολιτική.

Πολιτική δραστηριότητα

Μετά την λήξη του Εμφύλιου ο Νικόλαος Πλαστήρας ήταν πρωταγωνιστής στην πολιτική ζωή ως αρχηγός της ΕΠΕΚ. Το σύνθημά του ήταν η λέξη «Αλλαγή». Σχημάτισε δύο φορές κυβέρνηση συνασπισμού από κόμματα του κέντρου την περίοδο 1950-1952 (15 Απριλίου 1950 – 21 Αυγούστου 1950 και 1 Νοεμβρίου 1951 – 11 Οκτωβρίου 1952) που χαρακτηρίστηκε ως «κεντρώο διάλειμμα». Ως πρωθυπουργός άσκησε μετριοπαθή πολιτική με πλούσια δράση. Ασχολήθηκε με την εξάλειψη των συνεπειών του Εμφύλιου και την οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότηση, με ένα σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα εθνικοποιήσεων, κοινωνικών παροχών, διανομής γης στους ακτήμονες, χορήγησης ψήφου στις γυναίκες κλπ. Στη δεύτερη περίοδο της πρωθυπουργίας του συνεργάστηκε με το κόμμα των Φιλελευθέρων με αρχηγό τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Λόγω της αναγκαστικής συνεργασίας και λόγω της πίεσης των ανακτόρων και των δεξιών κομμάτων αναγκάστηκε να συμβιβαστεί και να μην προχωρήσει την πολιτική της εθνικής συμφιλίωσης όσο θα ήθελε. Αρχικός του στόχος ήταν η κατάργηση των στρατοδικείων και η υπαγωγή των υποθέσεων στα τακτικά δικαστήρια, η κατάργηση των ειδικών αντικομμουνιστικών νόμων, η απελευθέρωση των εκτοπισμένων και η κατάργηση του θεσμού της διοικητικής εκτόπισης, η κατάργηση της θανατικής ποινής.
Eπί των κυβερνήσεών του Νικόλαου Πλαστήρα η Ελλάδα εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ, στάλθηκε εκστρατευτικό σώμα στην Κορέα και εκτελέστηκε το ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ Νίκος Μπελογιάννης. Τα γεγονότα αυτά και η απαίτησή του να στηριχτεί απ’ την Αριστερά στις εκλογές, τις οποίες διεξήγαγε με πλειοψηφικό σύστημα, και κατά συνέπεια η Αριστερά θα καταδικαζόταν σε πολιτική εξαφάνιση, καθόρισε το σύνθημα του ΚΚΕ «τι Παπάγος, τι Πλαστήρας». Το κόμμα του διασπάστηκε, και με το σύνθημα της Αριστεράς «Τι Παπάγος, τι Πλαστήρας» και την Αμερική να υποστηρίζει την εκλογή του Παπάγου έχασε τις εκλογές στις 16 Νοεμβρίου 1952.

Τέλος του Νικόλαου Πλαστήρα

Η υγεία του είχε ήδη κλονιστεί και πέθανε στις 26 Ιουλίου 1953. Τον έντυσαν το νεκρικό κοστούμι, που το αγόρασε ο φίλος του Διονύσιος Καρρέρ – γιατί ο ίδιος τον μισθό του τον πρόσφερε διακριτικά σε άπορους και ορφανά παιδιά – ο δε γιατρός, που ήταν παρών και υπέγραψε το σχετικό πιστοποιητικό θανάτου, μέτρησε στο ταλαιπωρημένο κορμί του: 27 σπαθιές και 9 σημάδια από βλήματα.
Στην κηδεία του δόθηκε επίσημος χαρακτήρας και παραβρέθηκαν ο βασιλιάς, όλος ο πολιτικός κόσμος και άνθρωποι απ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα και απ’ όλα τα πολιτικά κόμματα, πράγμα ασύνηθες για την τότε ελληνική πραγματικότητα. Μίλησαν πολλοί επιφανείς πολιτικοί του φίλοι και αντίπαλοι. Οι σημαίες είχαν αναρτηθεί μεσίστιες με διαταγή του Παπάγου, και παλιοί στρατιώτες του εθεάθησαν να θρηνούν επάνω από τη σορό του. 
Ο στρατηγός Νικόλαος Σαμψών, φίλος του Πλαστήρα, σε επιστολή του περιγράφει, το παρακάτω:
Όταν πέθανε ο Πλαστήρας, δεν άφησε πίσω του σπίτι, ακίνητα ή καταθέσεις σε τράπεζες. Η κληρονομιά που άφησε στην ορφανή προσφυγοπούλα ψυχοκόρη του, ήταν 216 δρχ., ένα δεκαδόλλαρο και μια λακωνική προφορική διαθήκη: «Όλα για την Ελλάδα!». Βρέθηκε επίσης στα ατομικά του είδη ένα χρεωστικό του Στρατού (ΣΥΠ 108) για ένα κρεβάτι που είχε χάσει κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία και 8 δρχ. με σημείωση να δοθούν στο Δημόσιο για την αξία του κρεβατιού, ώστε να μην χρωστά στην Πατρίδα».

Χαρακτηρισμός του Νικολάου Πλαστήρα

Ο Πλαστήρας θεωρείται ότι ήταν ικανότατος στρατιωτικός, τίμιος πολιτικός και υπόδειγμα ανθρώπου, και αγαπήθηκε πολύ από τον λαό. Γεγονότα που τον χαρακτήρισαν ήταν η διακριτική προσφορά του μισθού του σε φτωχούς, η άρνησή του να «βολέψει» από την θέση του τον άνεργο αδερφό του και το ότι πέθανε και ο ίδιος χωρίς ποτέ να αποκτήσει περιουσιακά στοιχεία. Ο Γιώργος Θεοτοκάς θα γράψει το 1965: «Στο πεδίο των ανθρώπινων σχέσεων ύστερα από τον Ελευθέριο Βενιζέλο μόνο δύο δημόσιοι άνδρες κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ένα θερμό ρεύμα συναισθηματικής επαφής με τις μάζες, ο Παπανδρέου τώρα και ο Πλαστήρας άλλοτε…». 

Η Ελλάδα τιμά το Νικόλαο Πλαστήρα

Η Καρδίτσα, ο συνοικισμός της Νέας Ερυθραίας Αθηνών και η Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών στα Τρίκαλα κοσμούνται με την προτομή του, η δε τεχνητή λίμνη του Ταυρωπού, που πρώτος αυτός «οραματίστηκε», βλέποντάς την όπως είχε δημιουργηθεί μετά από μεγάλες βροχοπτώσεις με τεράστιες καταστροφές που είχαν σημειωθεί στην περιοχή, ονομάστηκε προς τιμήν του, επί κυβερνήσεως Κ. Καραμανλή, Λίμνη Πλαστήρα. Επίσης ένα στρατόπεδο στη Λάρισα καθώς και το τρένο της Δυτικής Θεσσαλίας φέρουν το όνομά του. Στον τόπο καταγωγής του, το Μορφοβούνι, πραγματοποιούνται εδώ και δεκαετίες πολιτιστικές εκδηλώσεις με το όνομα «Πλαστήρεια» ενώ το 1994 δημιουργήθηκε το Κέντρο Ιστορικών Μελετών «Ν. Πλαστήρας» με διάφορα τμήματα, στόχος του οποίου είναι η δημιουργία μονογραφικού Μουσείου Πλαστήρα. Με την εφαρμογή του «σχεδίου Καποδίστριας» στην τοπική αυτοδιοίκηση, συστάθηκε Δήμος Πλαστήρα, ο οποίος περιλαμβάνει τα ανατολικά παραλίμνια χωριά.

Περιστατικά από τη ζωή του Νικόλαου Πλαστήρα

Ο αείμνηστος Ανδρέας Ιωσήφ – πιστός φίλος του – αναφέρει:
Ο στρατηγός είχε απαγορεύσει στους δικούς του να χρησιμοποιούν το όνομα “Πλαστήρας” όπου κι αν πήγαιναν. Ο αδελφός του ήταν άνεργος. Το εργοστάσιο ζυθοποιΐας «ΦΙΞ» ζητούσε οδηγό κι εκείνος έκανε αίτηση. Ο αρμόδιος υπάλληλος τον ρώτησε πώς λέγεται: Κι επειδή αυτός δίσταζε να πει το όνομά του, ενθυμούμενος την εντολή του στρατηγού, τον ξαναρώτησε και δυο και τρεις φορές, ώσπου αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι τον λένε Πλαστήρα. Παραξενεμένος ο υπεύθυνος ζητάει να μάθει αν συγγενεύει με το στρατηγό και πρωθυπουργό. Μετά από πολύ δισταγμό του αποκαλύπτει ότι είναι αδελφός του. Αφού η αίτηση, ικανοποιήθηκε, παρακάλεσε να μη το μάθει ο αδελφός του. Ο στρατηγός το έμαθε κι αφού τον κάλεσε αμέσως στο σπίτι του τον επέπληξε και του απαγόρευσε να αναλάβει αυτή την εργασία λέγοντάς του: «Αν έχεις ανάγκη, κάτσε εδώ να μοιραζόμαστε το φαγητό μου». Και δεν πήγε.Ο Πλαστήρας ήταν άρρωστος – έπασχε από φυματίωση – κι έμενε σ’ ένα μικρό σπιτάκι στο Μετς, κοντά στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Του πρότειναν να του βάλουν ένα τηλέφωνο δίπλα στο κρεβάτι αλλά αυτός αρνήθηκε λέγοντας: «Μα τι λέτε; Η Ελλάδα πένεται κι εμένα θα μου βάλετε τηλέφωνο;».
Πολλές φορές με τρόπο έστελνε και αγόραζαν ψωμί, ελιές και λίγη φέτα. Τότε οι γύρω του, του υπενθύμιζαν ότι είχε ανάγκη καλύτερου φαγητού λόγω της αρρώστιας κι εκείνος με απλότητα τους απαντούσε: «Τι κάνω, σκάβω για να καλοτρώγω;».
Ο Βάσος Τσιμπιδάρος, δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Ακρόπολη», περιγράφει το εξής περιστατικό:

Κάποτε, ο στενός του φίλος Γιάννης Μοάτσος, είχε πάρει την πρωτοβουλία να του εξασφαλίσει μόνιμη στέγη, για να μην περιφέρεται εδώ και εκεί σε ενοικιαζόμενα δωμάτια. Πήγε λοιπόν σε μια Τράπεζα και μίλησε με τον διοικητή. «Τι;», απόρησε εκείνος. «Δεν έχει σπίτι ο κύριος πρωθυπουργός Πλαστήρας; Βεβαίως και θα του δώσουμε ό,τι δάνειο θέλει και μάλιστα με τους καλύτερους όρους!»

Ο Μοάτσος έτρεξε περιχαρής στον Πλαστήρα, του το ανήγγειλε και εισέπραξε την αντίδραση: «Άντε ρε Γιάννη, με τι μούτρα ρε θα βγω στο δρόμο, αν μαθευτεί πως εγώ πήρα δάνειο για σπίτι;». Έσχισε το έντυπο στα τέσσερα και το πέταξε.

Ο Δημήτρης Λαμπράκης «δώρισε» κάποια στιγμή στον Πλαστήρα ένα ωραίο χρυσό στυλό κι αφού ο στρατηγός κάλεσε τον φίλο του Ανδρέα του λέει:

 Εγώ δεν βάζω χρυσές υπογραφές. Μου φτάνει το στυλουδάκι μου. Να το στείλεις πίσω.

– Μα θα προσβληθεί.

– Δεν πειράζει. Ας μου κόψει το νερό από το κτήμα. Δεν θέλω δώρα Ανδρέα. Γιατί τα δώρα φέρνουν και αντίδωρα!

Το 1952, πρωθυπουργός ακόμη ο Πλαστήρας, ήταν κατάκοιτος από την αρρώστια που τον βασάνιζε, όταν μία μέρα δέχθηκε την επίσκεψη της Βασίλισσας Φρειδερίκης. Μπαίνοντας εκείνη στο λιτό ενοικιαζόμενο διαμέρισμά του, εξεπλάγη όταν είδε τον πρωθυπουργό να χρησιμοποιεί ράντζο για τον ύπνο του, και τον ρώτησε με οικειότητα: «Νίκο, γιατί το κάνεις αυτό;» και η απάντηση ήρθε αφοπλιστική. «Συνήθισα, Μεγαλειοτάτη, το ράντζο από το στρατό και δεν μπορώ να το αποχωριστώ».




Ο Αγραφιώτης ιεράρχης  ανήλθε πρώτη φορά στον οικουμενικό θρόνο, από μητροπολίτης Προύσης, το 1688. Διατέλεσε τρεις φορές Πατριάρχης (1688, 1689-1693, 1693-1702) και διατηρήθηκε στον πατριαρχικό θρόνο μέχρι το θάνατό του (1702). 

 


 Άλλα Ονόματα
«Ο Ακαρνάν»
Τόπος και Χρόνος Γέννησης
Πριν ή περίπου στα μέσα του 17ου αιώνα,
Καστανιά Καρδίτσας - Άγραφα
Τόπος και Χρόνος Θανάτου
8 Αυγούστου 1702, Κωνσταντινούπολη
Κύρια Ιδιότητα
Οικουμενικός Πατριάρχης

 
Επρόκειτο για ιδιαίτερα μορφωμένο ιεράρχη, που είχε εξασφαλίσει για μεγάλο χρονικό διάστημα τη γενικότερη αποδοχή και υποστήριξη των ιεραρχών και των ισχυρών λαϊκών της ελληνορθόδοξης κοινότητας.

Βίος και σταδιοδρομία


Γεννήθηκε στην Καστανέα Αγράφων, εξ ου και η προσωνυμία «ο Ακαρνάν», και εκπαιδεύτηκε στην πατρίδα του. Ήταν μάλιστα μαθητής του διακεκριμένου λογίου Ευγενίου Γιαννούλη του Αιτωλού. Ανήλθε στην υψηλότερη κλίμακα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας και διατέλεσε μητροπολίτης Προύσης. Εκλέχθηκε Οικουμενικός Πατριάρχης στις 3 Μαρτίου 1688, με την ευρύτερη υποστήριξη των ιεραρχών αλλά και κοσμικών αρχόντων, προεξάρχοντος του ισχυρού οικονομικού παράγοντα Μανωλάκη Καστοριανού.  

Η ευρύτερη συναίνεση που χαρακτηρίζει την εκλογή του πιθανότατα οφείλεται στη γενικότερη επιθυμία για ειρήνευση στα εκκλησιαστικά πράγματα μετά τις έντονες συγκρούσεις μεταξύ των προηγούμενων Πατριαρχών Διονυσίου Δ' του «Μουσελίμη» και Ιακώβου.Όμως η ειρήνευση δεν ήλθε. Αποπέμποντας το μη συνεργάσιμο μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Νεόφυτο, ο Καλλίνικος Β ́ απέκτησε σκληρό αντίπαλο που κατόρθωσε να τον υπονομεύσει και να τον ανατρέψει στις 27 Νοεμβρίου του ίδιου έτους αναρριχώμενος στην πατριαρχία ως Νεόφυτος Δ'.

 Πάντως, η απομάκρυνση του Καλλίνικου από τον πατριαρχικό θρόνο υπήρξε σύντομη και το Μάρτιο ή Απρίλιο του 1689 επανήλθε, αφού η σύνοδος ήταν σταθερά αντίθετη στην ανάρρηση του Νεόφυτου Δ'. Έχοντας την πατριαρχία σταθερά μέχρι το 1693, ανατράπηκε για δεύτερη φορά όταν ο ηγεμόνας της Βλαχίας Κωνσταντίνος Μπρανκοβάνος κατόρθωσε να ενθρονίσει τον προστατευόμενό του πρώην Πατριάρχη Διονύσιο Δ'. Καθώς η τελευταία αυτή θητεία του Διονυσίου Δ' ήταν συντομότατη, ο Καλλίνικος Β' επανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο εντός του 1693 και παρέμεινε μέχρι το θάνατό του στις 8 Αυγούστου 1702.
Η σορός του ενταφιάστηκε στη μονή της Θεοτόκου Καμαριώτισσας στη νήσο Χάλκη.

 Έργο και αποτίμηση


Επρόκειτο για δραστήριο Πατριάρχη, που επέδειξε ενδιαφέρον για την παιδεία, προβαίνοντας σε αναδιοργάνωση της Πατριαρχικής Σχολής, ενώ κράτησε έντονα αντιλατινική στάση. Αν και πέραν της θητείας του στη μητρόπολη Προύσης δε συνδέεται προσωπικά με το μικρασιατικό χώρο, είναι γνωστές μια σειρά από πράξεις του που αφορούν την περιοχή.  

Αυτές είναι η κύρωση το 1689 των σταυροπηγιακών δικαίων των μονών Αγίου Γεωργίου της Πηγής και Οδηγήτριας στην Κίο, η υπαγωγή της περιοχής Γαρασάρεως στη δικαιοδοσία της μητρόπολης Χαλδίας, η υπαγωγή της περιοχής Κερασούντος, Κοράλων και Τριπόλεως στη δικαιοδοσία της μητρόπολης Τραπεζούντος το 1698 και η κύρωση των σταυροπηγιακών δικαίων της μονής Περιστερεώτα Τραπεζούντος το 1701

 

 IΔΡΥΜA ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ


 


Η Ευγενία (Μπέττυ) Β. Δερεχάνη, γεννήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 1956 στην Καρδίτσα, και εκεί μεγάλωσε, μέσα σ’ ένα οικογενειακό περιβάλλον, με έντονη πνευματικότητα και πλούσια κοινωνική δράση, στοιχεία τα οποία καθόρισαν υποσυνείδητα την πορεία που ακολούθησε. Τελείωσε το Δημοτικό και τη Μέση
Εκπαίδευση με Άριστα σ’ όλες τις τάξεις. Το 1974 εισήχθηκε, μέσα στους πρώτους δέκα, στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ακολούθησε το Ιστορικό-Αρχαιολογικό Τμήμα, τελειώνοντας κάθε Ιούνιο με άριστα και παίρνοντας το πτυχίο με τον ίδιο βαθμό τον Ιούνιο του 1978. Ενώ ήταν μαθήτρια έλαβε το Proficiency της Αγγλικής γλώσσας και ως φοιτήτρια το Superier της Γαλλικής Ακαδημίας. Ασχολήθηκε με τη μουσική και έπαιζε κιθάρα και ακόμη ζωγράφιζε.
Σωρεία επαίνων για επίδοση και ήθος και βραβεία διαγωνισμών της έχουν aπονεμηθεί. Έχει δημοσιεύσει σε διάφορα έντυπα από μαθήτρια, πολλές εργασίες της επαινέθηκαν και παρουσιάστηκαν στο Πανεπιστήμιο. Εργάστηκε ως φοιτήτρια για λίγο διάστημα σε ανασκαφές στην Αρχαιολογική Υπηρεσία Λάρισας. Δίδαξε στο Γυμνάσιο του Βύρωνα, υπηρέτησε στο Υπουργείο Παιδείας, και στο Α’ Λύκειο Καρδίτσας ως καθηγήτρια. 
Ποιήματα, μισοτελειωμένο διήγημα, παραμύθια για παιδιά, σχόλια σε δημοτικά τραγούδια που ήταν συλλογή του παππού της Θεόδωρου Δερεχάνη, ιστορικές και αρχαιολογικές μελέτες, συγκέντρωση στοιχείων για τη διδακτορική της διατριβή, σκίτσα, ζωγραφικά έργα. Είναι ένα μέρος του πνευματικού έργου που άφησε μετά το θάνατο της.
Παρότι η Ευγενία Δεχεράνη δεν βρισκόταν στη ζωή, εκδόθηκαν το 1982 τα ποιήματά της με τον τίτλο «Πρόλογος Ζωής» που συμβολικά τον έδωσε ο φιλόλογος, συγγραφέας και καθηγητής Πανεπιστημίου, Βασίλης Αναγνωστόπουλος, που έκανε την εισαγωγική ανάλυση, και στα οποία προλογίζει ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Μιχ. Δ. Στασινόπουλος, Ακαδημαϊκός. Η πρώτη έκδοση εξαντλήθηκε αμέσως και επανακολούθησε και δεύτερη το 1984. Η ποίηση της Ευγενίας Δερεχάνη τυχε μεγάλης υποδοχής και ευμενέστατης κριτικής. Το Δεκέμβριο του 1983 δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ιστορία Εικονογραφημένη» η εργασία της «Θεσσαλική Αρχιτεκτονική». Στην εφημερίδα «Καθημερινή» στα φύλλα της 27ης και 28ης Iουλίου 1988, δημοσιεύτηκε εργασία της, στην οποία καταφαίνεται η πολιτιστική μας συνέχεια σ’ όλα τα στοιχεία του λαϊκού μας βίου, και στην οποία η σύνταξη της εφημερίδας έδωσε τον τίτλο: «Ελληνικός Πολιτισμός: από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα». 
Για το ποιητικό και πεζό έργο της ασχολήθηκαν και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Ο ζωγράφος Γιάννης Τρούκης, εμπνεόμενος από τα ποιήματά της, έκανε σειρά από πίνακες για έκθεση. Ο μουσικός Αντώνης Τσουμάνης μελοποίησε ποιήματά της. Διάσημοι άνθρωποι των γραμμάτων και της τέχνης, γράφοντας για το έργο της Ευγενίας Δερεχάνη, εκφράζονται με θαυμασμό. Μετά θάνατο της, το 1986, ο Σύλλογος τίμησε τη Μπέττυ με απονομή κυπέλλου των Λυκαίων και επίσης σε συγκέντρωση ανθρώπων των γραμμάτων, της τέχνης και προσωπικοτήτων της Διοίκησης (1996) με απονομή και μεταλλίου του Συλλόγου.

Ο Γιώργος Μητσικώστας είναι Έλληνας σατιρικός κωμικός, τηλεπαρουσιαστής, δημοσιολόγος,
ηθοποιός, σκηνοθέτης και συγγραφέας τηλεοπτικών σειρών. Γνώρισε την άνθιση της καριέρας του μετά τη δεκαετία του 1990, κυρίως τηλεοπτικά.
Είναι χαρακτηριστικός για τις μιμήσεις του. Η γενική ρουτίνα της μιμητικής του εμπεριέχει την μίμηση της φωνής ενός γνωστού προσώπου αλλά χρησιμοποιεί επιδέξια και περίτεχνα τόσο τους μορφασμούς όσο και τη γενικότερη γλώσσα του σώματός του. Στις τηλεοπτικές εκπομπές του χρησιμοποιεί συνήθως και μεταμφιέσεις για να προσεγγίζει με τελειωτική εμφάνιση τα πρόσωπα που μιμείται.

Είναι γνωστός για τις μιμήσεις γνωστών πολιτικών αλλά καλύπτει συχνά και άλλα πρόσωπα, όπως αθλητικούς αναλυτές και δημοσιογράφους.
Η καριέρα του
Το 1991 παρουσίασε το τηλεπαιχνίδι της ΕΤ1 «Τα πήρες όλα κι έφυγες». Το 1992 ήταν ο κεντρικός δημιουργός της κωμικής σειράς «Πίτσι πίτσι με τον Μήτσι» στο MEGA, το οποίο παρουσίασε 84 επεισόδια σε 1 χρόνο. Αυτό αποτέλεσε και την πρώτη μεγάλη του επιτυχία. Το 1994 πρωταγωνίστησε στις σειρές 16 επεισοδίων «ΣΚΑΪ Μήτσι» (16 επεισοδίων), «Φτύσ' τους» και «Τρελλάς» οι οποίες μεταδόθηκαν από την τηλεόραση του ΣΚΑΪ.

Το 1996 πρωταγωνίστησε στο πολύ γνωστό «Τάτσι Μίτσι Κώστα» στον ΑΝΤ1. Επανήλθε στα τηλεπαιχνίδια το 1997 με το «Σούπερ 13» ξανά στην ΕΤ1 (όπως και στην πρώτη του τηλεοπτική δουλειά). Το «Μήτσι χώστα», κωμική τηλεοπτική σειρά με έντονο πολιτικό περιεχόμενο, έγινε πραγματικότητα το 2001 και κράτησε για 6 χρόνια, στο ALTER. Η σειρά «Κώδικας Ντα Μήτσι» ακολούθησε στο ίδιο κανάλι κατά το 2006.

Το 2008 και το 2009 παρουσίασε το «Fatus olus», ένα τηλεπαιχνίδι ερωτήσεων στον ALPHA (το 3ο στην καριέρα του) στο οποίο οι παίκτες ήταν πολυάριθμοι, με έναν κεντρικό παίκτη ο οποίος καλούταν να κερδίσει όλους τους υπόλοιπους (εξ ου και το «fatus olus»). Επίσης, κατά το ίδιο περίπου χρονικό διάστημα παρουσίασε την πολύ επιτυχημένη σατιρική εκπομπή "Ο Γιώργος σφύριξε", στο ίδιο κανάλι. Τον Ιούνιο του 2011 ξεκίνησε μία σειρά σατιρικών εκπομπών στον ραδιοφωνικό σταθμό ΑΝΤ1 Radio 97.2.

Τον Φεβρουάριο του 2014 επιστρέφει στα τηλεοπτικά δρώμενα, ξεκινώντας την παρουσίαση μίας νέας σατιρικής εκπομπής στον τηλεοπτικό σταθμό E Channel με τον τίτλο «Mηtsi Show». Η εκπομπή μεταδίδεται από το ίδιο κανάλι και για δεύτερη συνεχόμενη τηλεοπτική σεζόν από τον Οκτώβριο του ίδιου έτους.

Παράλληλα με την τηλεόραση, τον Σεπτέμβριο του 2014 αρχίζει και την παρουσίαση μίας νέας σατιρικής εκπομπής στον ραδιοφωνικό σταθμό Παραπολιτικά 90.1 FM. Η εκπομπή αυτή είναι καθημερινή και φέρει τον τίτλο «Mhtsi Om». Από τις 5 Φεβρουαρίου 2018 παρουσιάζει το "The Mitsi Show" στην ΕΡΤ1 καθημερινά στις 20:40.

Ο Άγιος Σεραφείμ Αρχιεπίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου
0 Ιερομάρτυρας Άγιος Σεραφείμ γεννήθηκε στη Μπεζούλα των Αγράφων από ευσεβείς και ενάρετους γονείς στα μέσα περίπου του 15ου αιώνα. Ο πατέρας του Σωφρόνιος και η μητέρα του Μαρία ανέθρεψαν το μονάκριβο τους γιο σύμφωνα με το θέλημα του Κυρίου. Του δίδασκαν την προσευχή, τη μελέτη, τον εκκλησιασμό και όλα εκείνα που θα τον οδηγούσαν στον αληθινό δρόμο του Χριστού.

Κοντά στο χωριό όπου ζούσε η ευλογημένη αυ­τή οικογένεια, υ­πήρχε το ξακου­στό Μοναστήρι της Κορώνας,στο οποίο πολλές φο­ρές ερχόταν ο Σε­ραφείμ, για να προσευχηθεί. Έ­τσι, σιγά - σιγά αγάπησε το μονα­χικό βίο και με τη συγκατάθεση των γονέων του έγινε μοναχός στο ίδιο Μοναστήρι, κι αργότερα χειροτονήθηκε ιερέας και πήρε τη θέση του Ηγουμένου.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο αρχιεπισκοπικός θρόνος Φαναρίου
και Νεοχωρίου χήρεψε. Ομόφωνα τότε κληρικοί και λαϊκοί έκριναν άξιο και ικανό το Σεραφείμ να πάρει αυτή τη θέση. Έτσι, μετά τη χειροτονία του ως Αρχιεπισκόπου στην επαρχία αυτή, αφοσιώθηκε στο έργο του, φροντίζοντας ιδιαίτερα για τους φτωχούς, τους αδύνατους και τα ορφανά. Δε σταμάτησε ποτέ το κήρυγμα του και τις περιοδείες του στα απρόσιτα  βουνά των Αγράφων, που ήταν στη δικαιοδοσία του.
Ιερά Μονή Κορώνας. Φωτ. Φ. Ε. Καρδίτσας
Εκείνο τον καιρό και συγκεκριμένα το 1601 μ.Χ., ο Μητροπολίτης Λαρίσης Διονύσιος ο Φιλόσοφος, που οι Τούρκοι κοροϊδευτικά τον έλεγαν «Σκυλόσοφο», ξεσήκωσε τους Αγραφιώτες και άλλους με το σύνθημα«Τρίκκη Βυζάντιον ανακτήσει», δηλαδή το Βυζάντιο θα ελευθερωθεί από τα Τρίκαλα. Οι Τούρκοι όμως εύκολα τους νίκησαν.
Τότε κατηγορήθηκε από Τούρκους του Φαναριού ο Σεραφείμ ότι όχι μόνο γνώριζε, αλλά και ότι βοήθησε το Διονύσιο στον ξεσηκωμό εκείνο. Τον συνέλαβαν, τον έριξαν στη φυλακή, τον βασάνισαν σκληρά και του ζητούσαν να αρνηθεί την πίστη του και να γίνει μουσουλμάνος, για να του χαρίσουν τη ζωή και να τον ανεβάσουν σε μεγάλα τουρκικά αξιώματα. Όπως ήταν επόμενο, ο Σεραφείμ αρνήθηκε τα πάντα, με αποτέλεσμα να τον φέρουν οι Τούρκοι στην «αγορά» του Φαναριού να τον βασανίσουν και να τον θανατώσουν με φριχτό τρόπο. Τον σούβλισαν ζωντανό κοντά στο κυπαρίσσι της αγοράς στις Δεκεμβρίου 1601. Η τίμια κάρα του φυλάσσεται ως πολύτιμος θρησκευτικός θησαυρός στη Μονή Κορώνας.
Αμέτρητα είναι τα θαύματα που έχει κάμει ο Άγιος μέχρι σήμερα. Ιδιαίτερα σε περιόδους που υπήρχε η φοβερή ασθένεια της πανούκλας, θαυματούργησε πάρα πολλές φορές.
Την Κυριακή των Μυροφόρων κάθε χρόνο μεταφέρεται η Τιμία Κάρα του Ιερομάρτυρα Σεραφείμ με ευλάβεια στην Καρδίτσα, όπου γίνεται μεγάλη λιτανεία, στην οποία παίρνουν μέρος πολλοί Μητροπολίτες, επικεφαλής του ιερού Κλήρου, και πλήθος πιστών. Η Εκκλησία μας έχει κατατάξει τον Άγιο Σεραφείμ στη χορεία των νεομαρτύρων και τιμά τη μνήμη του στις 4 Δεκεμβρίου, ημέρα του μαρτυρίου του.

Author Name

MKRdezign

Φόρμα επικοινωνίας

Name

Email *

Message *

Powered by Blogger.