FBbox/https://www.facebook.com/KarditsiotikaMaslatia
Αν σας αρέσουν οι αναρτήσεις , ακολουθήστε στο facebook

 

Πατήστε 👉 Γυρίστε. στην Αρχική σελίδα

Μάνθος Σδρόλιας: Ένας Καρδιτσιώτης μετανάστης στην Αμερική (1906)



Από τους αρχαίους χρόνους στους Έλληνες άρεσε η αναζήτηση μακρινών τόπων αποίκισης. Αυτό προέκυπτε για λόγους επεκτατικούς, με τη λογική της διοχέτευσης προς τις αποικίες δραστήριου ανθρώπινου δυναμικού το οποίο θα αξιοποιούσε τον ορυκτό πλούτο, τις νέες εκτάσεις γης, τα λιμάνια, το θαλάσσιο πλούτο κτλ. Αυτός ο πλούτος θα ενίσχυε τα μέγιστα τη μητέρα χώρα, καθιστώντας αυτή πλουσιότερη και ισχυρότερη. Μετά την αρχαία εποχή, την έλευση που ακολούθησε των Ρωμαίων και των Βυζαντινών και τόσων άλλων στην περιοχή μας, σπάνια είχαμε μετακινήσεις αυτόχθονου πληθυσμού προς άλλες περιοχές της γης, ακόμη και σε περιοχές αρκετά κοντινές. 

Με το τέλος της Τουρκοκρατίας στην περιοχή μας (1880) ξεκίνησαν, όχι έντονα, μετακινήσεις Καρδιτσιωτών προς χώρες αρκετά μακρινές, κατευθυνόμενοι προς τη Μικρά Ασία, Ρουμανία (ιδίως Βλαχία), και οι περισσότεροι στην Αίγυπτο. Απ’ αυτούς, οι περισσότεροι επέστρεψαν μετά από λίγα χρόνια μη αντέχοντας τις σκληρές συνθήκες δουλειάς, τη μικρή αμοιβή και τη στέρηση της οικογενειακής θαλπωρής. Μετά το 1903 νέο, αλλά μέγα, κύμα μετανάστευσης προέκυψε στην περιοχή μας. Αυτή τη φορά προς χώρες πολύ μακρινές, πέραν των ωκεανών, κυρίως προς την Αμερική και λιγότερο προς Καναδά, Αυστραλία, κτλ. Η Ελλάδα, και η περιοχή μας έχασε το 10% όχι μόνο του ενεργού πληθυσμού της (16-40 ετών), αλλά και των ανθρώπων και των ηλικιών αυτών στους οποίους θα στηριζόταν το δημογραφικό της ζήτημα. 

Οι λόγοι που κατέφυγαν στην πράξη της μετανάστευσης ήταν τόσο οικονομικοί (ζούσαν φτωχικά) όσο και ψυχολογικοί (Τούρκοι Αγάδες και Τσιφλικάδες τους καταδυνάστευαν). Μετά το 1900 οι αναζητήσεις των Ελλήνων κατευθύνονταν πλέον πολύ μακριά, καταργώντας τα νοητά σύνορα των μακρινών για εμάς ωκεανών, με κύριους αποδέκτες την Αμερική κτλ. Εκείνη την εποχή η Αμερική βίωνε μια χωρίς προηγούμενο οικονομική ανάπτυξη και τραβούσε σαν μαγνήτης εργατικά χέρια από κάθε γωνιά της γης. Από τα 2,5 εκατομμύρια Έλληνες οι 250 χιλιάδες, τις πρώτες 10ετίες, είχαν ήδη μεταναστεύσει στην Αμερική. Ανάμεσα σε αυτούς και πολλοί από την πόλη Καρδίτσα και τα χωριά του Νομού μας. Ανάμεσά τους ήταν ο Μάνθος Σδρόλιας, ο οποίος γεννήθηκε στα Κανάλια Καρδίτσας το έτος 1888, με καταγωγή των προγόνων του από τα Γιάννινα. 

Ο Μάνθος Σδρόλιας στο σπίτι του στο Ορεγκον των ΗΠΑ

Ο Μάνθος Σδρόλιας φοίτησε στο σχολαρχείο του Φαναρίου με συμμαθητή το στρατηγό Θωμά Πεντζόπουλο από το Μορφοβούνι. Μικρός σε ηλικία πρόλαβε να δει τους τελευταίους Τούρκους στα Κανάλια. Αναμνήσεις που διατήρησαν οι συγγενείς του αναφέρουν πως κρύβοντας πέτρες στο χιόνι, όταν αντίκριζε Τούρκους, τις ανάσυρε, τους πετροβολούσε και κατηφόριζε σαν σφεντόνα τα σοκάκια, αφήνοντας τους έκπληκτους Τούρκους ανήμπορους να αντιδράσουν. Ξεκίνησε από την Ελλάδα προς Αμερική το έτος 1906 με κάποιο μικρό πλοίο και αποβιβάσθηκε στη Νάπολη της Ιταλίας, όπου ήταν το κυρίως λιμάνι μεταφόρτωσης. Στις 30 Μαΐου 1906 έπλευσαν πλέον από Νάπολι για το Ellis Island (Νέα Υόρκη) με το Υπερωκεάνιο Lazio. Εγκατέλειπε αυτός και οι άλλοι συνταξιδιώτες συμπατριώτες του μια χώρα οικονομικά εξασθενισμένη και πολιτικά αβέβαιη. Ξεκινούσανε όλοι τους ένα μεγάλο ταξίδι για τη «γη της επαγγελίας» που υποσχόταν πλούτο, ευημερία και ευκαιρίες. Είχαν τα χρόνια του ριψοκίνδυνου της νεότητας, ήταν η ελπίδα που τους έγνεφε, ήταν οι σκληρές συνθήκες της ζωής, ήταν η πείνα της αγροτιάς, παράγοντες ικανοί να ξεριζώσουν βίαια από την πατρική γη μεγάλο ποσοστό συμπολιτών μας, καθιστώντας τη φυγή τσουνάμι και την πατρίδα ορφανή. Η μετανάστευση για τους περισσότερους ήταν η σανίδα σωτηρίας που επιζητούσαν. Η «γη της επαγγελίας», το ελπιδοφόρο καταφύγιο των απόδημων Καρδιτσιωτών, εύκολα ξελόγιασε και το 18ετή Μάνθο Σδρόλια, εργάτη γης που ανήκε σε αφέντες. Με κομμένη την ανάσα σαλπάρισε προς την υπερπόντια χώρα με μόνα προσόντα: το πείσμα και τα νιάτα. 
Ο Μάνθος Σδρόλιας παρελάυνει εισερχόμενος ως διμοιρίτης στην Πλατεία Καρδίτσας με τον μπερέ και τα παράσημα ανδρείας του Αμερικανικού Στρατού στα πλαίσια της Αμερικανοελληνικής φιλίας (1955)

Στην είσοδο του ποταμού Hudson, αντικρίζοντας το «Άγαλμα της Ελευθερίας», πέρασε τον υγειονομικό έλεγχο. Εκεί ξεκι νούσε η σκληρή πραγματικότητα, η αγωνία και η αβεβαιότητα στο περίφημο νησί υποδοχής, το Ellis Island. Άραγε θα μείνω ή θα κριθώ ακατάλληλος και θα επιστρέψω ντροπιασμένος πίσω; Ο αγώνας για την επιβίωση ήταν πολύ σκληρός. Έκανε διάφορες δουλειές. Στην αρχή ήταν στους δρόμους, προφανώς λόγω της μικρής ηλικίας (υπαίθρια πώληση φρούτων, λαχανικών και λουλουδιών, βοηθός σε εστιατόρια), αργότερα γεύτηκε περισσότερο προσοδοφόρες δουλειές αλλά αρκετά σκληρότερες. Με την απόκτηση της Αμερικανικής υπηκοότητας, ερμηνεύοντας τις σκόρπιες πληροφορίες, μάλλον κατε τάγη σταδιοδρομώντας στον Αμερικανικό Στρατό ως μόνιμος οπλίτης (ως πεζοναύτης), όπου υπηρέτησε μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Γενικά η ζωή ήταν σκληρή και την αντιμετώπισε με θάρρος και ψυχραιμία. Ζούσε στο πετσί του, όπως έλεγε, την τοκογλυφία των συμπατριωτών του, τις ρατσιστικές αντιδράσεις των Αμερικανών και το ανθελληνικό μένος στην οικονομική κρίση του 1929 (το κραχ της Αμερικής). 


Η λέξη filthy Greek «βρωμοέλληνες» ακούγοντας συχνά πυκνά εκείνη την εποχή στις Αμερικάνικες πολιτείες. Παράλληλα με τις επαγγελματικές υποχρεώσεις φοιτούσε στο Γυμνάσιο, στο «Hight school», ενώ ακατάπαυστα μελετούσε Ελληνική ιστορία, αρχαίους συγγραφείς και κυρίως την κατακτητική πορεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, την οποία γνώριζε πολύ καλά. Όντας στον Αμερικανικό Στρατό, έλαβε μέρος στην απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων στη Νορμανδία. Στις ατέλειωτες πολεμικές επιχειρήσεις που ακολούθησαν τραυματίστηκε σοβαρά και κατά την παραμονή του στο νοσοκομείο η Αμερικανική Κυβέρνηση του απένειμε μετάλλια ανδρείας, ενώ αργότερα του παραχώρησε μια μεγάλη έκταση στο αχανές Όρεγκον όπου δημιούργησε φάρμα. Το κρέας των ζώων που συγκέντρωνε από το κυνήγι ελαφιών που βοσκούσαν σε άγρια κατάσταση στη φάρμα του και στη γύρω περιοχή το διατηρούσε θαμμένο στο παγωμένο χιόνι. 

Αρχές της δεκαετίας του 1950 επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου τον περίμεναν στην Αθήνα τα αδέλφια του που ταξίδεψαν από τα Κανάλια για να το υποδεχτούν. Εκεί, στην Αθήνα, φωτογραφήθηκαν όλοι οι συγγενείς με φόντο την Ακρόπολη. Μια από τις μεγαλύτερες επιθυμίες του ήταν να περπατήσει στα καλντερίμια και στα σοκάκια του χωριού του, να ακουμπήσει τις κακοτράχαλες πέτρες, να δει το πατρικό σπίτι και να αφήσει την τελευταία του πνοή στην Ελλάδα, στο χωριό του και να ταφεί στο κοιμητήρι του Προφήτη Ηλία, στην κορυφή του χωριού. Μετά την επιστροφή του ήταν θαμώνας του καφενείου Άρνη, του Μεγάλου Καφενείου, του ζαχαροπλαστείου Σεραφείμ Καθάριου και του ραφείου Αριστοτέλη Τέγου (πατέρα του εκλιπόντος πρώην Δημάρχου Καρδίτσας Χρήστου Τέγου). Έκανε παρέα με Καρδιτσιώτες που έζησαν μαζί στη Αμερική, όπως ο Φώτης Αντωνίου, ο Γιάννης Βούλγαρης, ο Σταύρος Βάλας. Διηγούταν ιστορίες για τη ζωή του και περιστατικά που συνέβησαν στα ξένα με τέτοια γλαφυρότητα και θέρμη που άφηνε άφωνους τους ακροατές που με τη σειρά τους παρακολουθώντας τις διηγήσεις ζούσαν νοερά, έστω για λίγο, τη μακρινή υπερπόντια χώρα. 

Ο Κων/νος Σδρόλιας ή Αρβανιτάκος, στο βιβλίο του «Το δέντρο της οικογένειας Σδρόλια», αναφέρει ότι ο Μάνθος Σδρόλιας με τον ερχομό του από την Αμερική έδωσε ζωή στην περιοχή «Σαρακίνα» Καναλίων. Έφτιαξε το σπίτι του επί της οδού Φαναρίου, μόνο και μόνο για να βρίσκεται πάνω στο πέρασμα των συγχωριανών του Καναλιωτών προς την Καρδίτσα. Τρέφονταν ψυχικά με το να τους βλέπει να πηγαινοέρχονται με τα γαϊδουράκια. Μάλιστα κάθε Τετάρτη, στο παζάρι, οι χωριανοί του Καναλιώτες, χρησιμοποιούσαν το φράκτη του σπιτιού του για τη στάβλιση των ζώων τους (σαν χάνι) μέχρι να κάνουν τις δουλειές τους στην πόλη και να επιστρέψουν στο χωριό τους, μέσω βέβαια του σπιτιού (φράκτη) του Μάνθου Σδρόλια. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 συμμετείχε σε παρέλαση στην Κεντρική Πλατεία της πόλης μας, φορώντας τα παράσημα ανδρείας που του απονεμήθηκαν από τις Αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις. 

Η συμμετοχή του στην εν λόγω παρέλαση ήταν αποτέλεσμα της Ελληνοαμερικανικής φιλίας. Παντρεύτηκε σε μεγάλη ηλικία την αρκετά νεότερή του Πολυξένη Αβραμοπούλου, γόνος της γνωστής οικογένειας αγγειοπλαστών των περασμένων χρόνων. 

Απέκτησαν δύο κόρες: την Ευαγγελία Σδρόλια, σύζυγο Λάμπρου Μπριάνα (ιατρού) και την Παρασκευή Σδρόλια (υπεύθυνη Λαϊκής Βιβλιοθήκης), σύζυγο Γεωργίου Κρανιά (ξυλέμπορου). Ο Μάνθος Σδρόλιας ξεκίνησε το ταξίδι της δημιουργίας το 1906 στην Αμερική, κολύμπησε στον ωκεανό της ζωής για πολλά χρόνια με επιτυχία και ολοκλήρωσε την περιπετειώδη επαγγελματική και κοινωνική δραστηριότητάς του φτάνοντας στο βιολογικό του τέλος το Μάρτιο του έτους 1971, σε ηλικία 83 ετών.

 Tο κείμενο είναι του Απόστολου Στεφανή Γεωπόνου - Καθηγητή

ΚΑΙ ΕΓΙΝΕ ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ-ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΚΑΝΑΛΙΩΤΩN.

Καρδιτσιώτικα Μασλάτια

Post a Comment

[blogger]

Author Name

MKRdezign

Φόρμα επικοινωνίας

Name

Email *

Message *

Powered by Blogger.